"This untranslatable Portuguese term refers to the melancholic longing or yearning. A recurring theme in Portuguese and Brazilian literature, saudade evokes a sense of loneliness and incompleteness.
Portuguese scholar Aubrey Bell attempts to distill this complex concept in his 1912 book. In Portugal, describing saudade as “a vague and constant desire for something that does not and probably cannot exist, for something other than the present.” He continues to say that saudade is “not an active discontent or poignant sadness but an indolent dreaming wistfulness.” Saudade can more casually be used to say that you miss someone or something, even if you’ll see that person or thing in the near future. It differs from nostalgia in that one can feel saudade for something that might never have happened, whereas nostalgia is “a sentimental yearning for the happiness of a former place or time.”"
You see, before he came down here, it never snowed. And afterwards, it did. If he weren't up there now... I don't think it would be snowing. Sometimes you can still catch me dancing in it.
Η "Κατερίνα" του Αύγουστου Κορτώ ανέβηκε στο Λονδίνο χτες για πρώτη φορά.
Η παράσταση ήταν ωραία. Η Λένα Παπαληγούρα, εξαιρετική. Μου άρεσε η ζωντανή μουσική του Lolek. Και ο Γιώργος Νανούρης με το φακό του. Τα φώτα, πολύ όμορφα. Οι σκιες.
Φεύγοντας παίρνω εκείνες τις σκιες στον τοίχο μαζί μου.
Περιέργο να βρίσκονται τόσοι Έλληνες μαζί σε ένα χώρο. Έχω ξεσυνηθίσει.
Τελειώνει η παράσταση και φεύγοντας, χαιρετάμε το Lolek, λίγο πιο έξω από την πόρτα της αίθουσας.
Απορώ πώς η Λένα μπορεί να παίζει σε αυτή την παράσταση τόσο καιρό. Πόσο ψυχοφθόρο μπορεί να είναι?
Όταν γυρνάω σπίτι στέλνω μήνυμα στον Πέτρο να του πω ότι είδα την παράσταση και -όπως πάντα- ευγνωμονεί.
Όταν ξυπνάω το πρωί θυμάμαι το τραγουδάκι του Lolek.
Κάθε φορά που έρχεται το φθινόπωρο η αίσθηση είναι η ίδια.
Αστραλόν αστραλόν αστραλόν.
Τώρα πάνω από τη γέφυρα Blackfriars, βλέπω τ' αεροπλάνα να φεύγουν κάθε σούρουπο.
Αυτές οι μεγάλες πόλεις μπορούν να γίνουν τόσο μελαγχολικές.
Αστραλόν.
---
Σέρνω το "ρο" του Perrtu και ενθουσιάζεται.
Θέλω τόσο να του πω πώς η γλώσσα του μοιάζει ξωτική στ'αυτιά μου.
Πώς είναι σα να ξέφυγε απ' το Lothlorien της Φινλανδίας και να προσγειώθηκε σ'αυτό το γραφείο μάλλον από σύμπτωση.
Πώς να την παλεύει άραγε ένα ξωτικό στη μεγάλη πόλη?
---
Η καταραμένη κοινωνική δικτύωση μας έδεσε πισθάγκωνα. (Τι ωραία λέξη, παρεμπιπτόντως! Είναι η πρώτη φορά που τη γράφω/πληκτρολογώ και μου φαίνεται ότι έχει κάποιο λάθος).
Θες να ξεχάσεις και δε μπορείς.
---
Μετά είδα μια φωτογραφία και στην αρχή χαμογέλασα.
Πόσο περίεργα έρχονται κάποιες φορές τα πράγματα.
Μετά λυπήθηκα.
Θα τα θυμόμαστε άραγε όλα αυτά σε 20 χρόνια από τώρα? Πού θα είμαι άραγε τότε?Πού θα είναι εκείνος?
Άλλο ένα μοναχικό βράδυ, από κείνα που τα γουστάρεις τρελά και δε θες να σ' ενοχλεί κανείς.
Το ακούω τυχαία, μετό το Paradise Circus από Massive Attack. Και κολλάω. Και κολλάει κι αυτό. Γιατί σκάλωσε το autoplay και το κομμάτι ακούστηκε σερί για κανα μισάωρο. Το κορυφαίο? Ότι η αρχή και το τέλος συνδέονται. Σα να παίζει σε μια ατέρμονη λούπα.
Το κόλλημα του μήνα, λοιπόν. Κι ας κολλάει με κρύο καιρό. Κι ας χτυπάει 30άρια το τρελό λονδρέζικο φθινόπωρο. Στραβά το καπέλο. Όπως λέει και η προπονήτριά μου, εδώ πέρα ο καιρός έχει ξεχάσει το πώς γίνεται η ζέστη σωστά, γι αυτό τρελαίνεται όταν έρθει η ώρα.
---
Σε μια βδομάδα πάλι Κοπεγχάγη.
Επιτέλους. (και γελάνε και τα μουστάκια μου)
Σαν τα βράδια που τα μάτια έτσουζαν απ' την κούραση μες την εξεταστική.
Μόνο που τώρα ανεβήκαμε level. Προετοιμαζόμαστε για συνεντεύξεις.
Αλλάξαμε θέση, μ'αρέσει, μ'αρέσει. (Παρένθεση 1: Κέρκυρα 1996 - wow, it's been twenty years of silence it's been twenty years of pain, it's been twenty years that are gone forever κι απ'ότι λένε οι φήμες ο Axl Rose βγαίνει πλέον στη σκηνή με σκαμπώ γιατί τελειώσαν τα ναρκωτικά. Και αυτό με στέλνει ίσια σε μια άλλη ιστορία, που όμως θα την πούμε κάποια άλλη φορά)
---
Από δω και πέρα η ζωή μας χωράει σε μια βαλίτσα που πηγαίνει πέρα δώθε, από χώρα σε χώρα. Πολλές οι χώρες που δεν έχουμε γνωρίσει ακόμη και θα θελαμε πολύ. Και πολλές κουλτούρες που περιμένουν να αφομοιωθούν (μερικώς) και να γίνουν άλλο ένα κομμάτι του πολυτεξιδεμένου εαυτού μας. Κι όταν στο τέλος βρεθούμε σε κάποιο μέρος για λίγο καιρό παραπάνω και κοιτάξουμε πίσω, θα δούμε ότι είμαστε πολίτες του κόσμου, λίγο απ'όλα. Όμορφη σκέψη αυτή. Τύχη μεγάλη να σ'αγγίξει έστω και λίγη ομορφιά από την κουλτούρα κάθε λαού.
Πόσο δίκιο είχα, πέντε+ χρόνια πριν...
Οδύσσεια - The Sequel
Ζηλεύοντας την Ιθάκη, ξεκίνησα. Στη ρότα, όμως, ξεφύτρωσαν και άλλα "νησιά".
Φτάνοντας στο τέρμα της πορείας, συνειδητοποίησα πως ο τελικός προορισμός δεν ήταν ο αρχικά συμφωνημένος. Προβληματιζόμενος για το πιθανό μέλλον έχασα και το παρόν.
Γνώρισα και τους Λαιστρυγόνες, γίναμε φιλαράκια με τον κύκλωπα Πολύφημο και ξαναβάφτισα την Καλυψώ. Ο Αίολος δέχτηκε να φυσήξει ούρια για μένα στην αρχή αλλά λίγο πριν το τέλος αναρωτήθηκα τι να 'κρυβε μέσα ο ασκός του. Γοήτευσα την Κίρκη με τα μαγικά μου κόλπα, της έμαθα να πετάει με τη σκέψη,να γίνεται αόρατη.
Μέσα σ' όλα αυτά έχασα εμένα. Έγινε σταδιακά, ούτε που πρόλαβα να το πάρω πρέφα. Και όταν η Πηνελόπη με κοίταξε στα μάτια και ο Τηλέμαχος με φώναξε "πατέρα", ήμουν πια άδειος.
Τώρα πια η Ιθάκη δε σήμαινε τίποτε για μένα. Η Πηνελόπη θα περίμενε σίγουρα κάποιον άλλο, συνονόματο. Κάποιον με το ίδιο σημάδι απ' τα δόντια του κάπρου στη γάμπα- καθαρή σύμπτωση. Ήμουν σίγουρος πως δεν είχα γιο, δεν είχα πατέρα. Ήταν σα να υπήρχα ανέκαθεν. Σα να γεννήθηκα σ' αυτή την απέραντη θάλασσα. Σα να ήμουν γιος αυτής της απέραντης θάλασσας. Πατέρας της. Λες και βγήκα απ' τη θάλασσα, γιος μιας Αφροδίτης. Λες και η θάλασσα βγήκε από μένα.
Ένιωθα τη θάλασσα. Μέσα μου.
Και αποφάσισα, να βρω την πραγματική μου Ιθάκη.
Τώρα. Που κατάλαβα πια "οι Ιθάκες τι σημαίνουν".
( Παρένθεση 2: Το μόνο που με στεναχωρεί είναι που δεν κατάφερα ακόμη να πάω στην Κούβα. Κι όταν καταφέρω όλα θα είναι αλλιώς. Και είναι κρίμα, αλλά τι να κάνεις;
Αδυνατώ να βρω το ντοκιμαντερ το Wim Wenders για τους πολυαγαπημένους Buena Vista Social Club, αλλά το Chan chan είναι ήδη στ΄αυτιά μου και το χαμόγελο στα χείλη. Αχ.Τι κομμάτι. Αχ.)
Ήρθε ξανά, μαζί με το κόκκινο φωτιστικό.
Λες και περίμενα το 'κλικ' του διακόπτη για ν'αρχίσω.
Πάντα υπήρχε το κόκκινο φωτιστικό.
Στο παιδικό δωμάτιο.
Στο δωμάτιο που διάβαζα για τις πανελλήνιες.
Στο φοιτητικό σπίτι.
Στις βραδιές ποίησης και λογοτεχνίας στο Πολυτεχνείο.
Στην ταράτσα στο 9όροφο, σήμα κατατεθέν το κόκκινο φωτιστικό.
Στη σοφίτα στη Γαλλία.
Στα διάφορα μέρη που έμεινα στην Κοπεγχάγη ήταν μαύρο - το κόκκινο ήταν out of stock. Αλλά βάφτηκε - φυσικά.
Και τώρα εδώ, να φωτίζει τον White Swan μου. Και το φως να χορεύει μπόσσα νόβα. Όχι του Ησαΐα. Μπόσσα Νόβα στην Ταράτσα.
Τα καφέ: Βαριά βιομηχανία χαμένου χρόνου
Συμπληρώνω. Βαριά βιομηχανία ανάγνωσης και χαμένου χρόνου που καμπυλώνει.
Κάρτα μέλους στο Look mum, no hands! στην Old Street, ανάμεσα στα κρεμασμένα ποδήλατα. Εκεί ο χρόνος κάποιες φορές διαστέλλεται - αν έχω ξεχάσει το βιβλίο, αν δεν έχω μαζί μου το μπλοκ και τα μολύβια μου. Άλλες φορές πάλι, το βιβλίο είναι καλό, η μουσική είναι σωστή, οι σκέψεις σε ταξιδεύουν και ο χρόνος συρρικνώνεται. Κάπως έτσι μπορείς να χάσεις την αίσθηση του χρόνου (και το μάθημα χορού). Been there.Κοσμάρα.
Ποτέ παλιότερα δε θα το έκανα αυτό - να αράζω σόλο με το βιβλίο στο καφέ. Αυτές οι Τετάρτες, όμως, είναι δικές μου. Και αυτή η συνήθεια όλη δική μου.
---
Το βιβλίο του μήνα: Gone Girl (πριν δω την ταινία). Και ο χρόνος συρρικνώνεται.
(Παρένθεση:
Τι αρρώστεια αυτή με το kindle. Σοβαρά τώρα. Συγκρίνεται με το βιβλίο? Κάποια στιγμή θα ξεμείνω από χώρο στο σπίτι, αλλά δε βαριέσαι. Αν είναι να κοιτάς οθόνη ακόμη και για να διαβάσεις βιβλίο... Το βιβλίο πρέπει να είναι εκεί για να μπορείς να γράψεις πάνω, να σημειώσεις, να βλέπεις με το μάτι πόσες σελίδες σου απομένουν, να αποφεύγεις να κοιτάξεις τις παρακάτω σελίδες μην τυχόν και σου προδώσουν τη συνέχεια.... Θα μπορούσα να συνεχίσω για ώρα.)
Τα καλύτερα είναι τα βιβλία που παίρνεις μαζί σου στις διακοπές. Ποτίζουν μυρωδιά αλμύρας και αντιηλιακού. Αν είσαι τυχερός μπαίνει λίγη άμμος ανάμεσα στις σελίδες. Κι έτσι όταν επιστρέφεις ξέρεις ότι δεν ήταν όνειρο. Στο θυμίζει το βιβλίο. Είναι το κοινό σας μυστικό.
Η μυρωδιά των βιβλίων είναι μια άλλη ιστορία που θα την πούμε κάποια άλλη φορά.
---
Κάθε φορά που ξεκινάω να βλέπω αποσπάσματα από τα Φτηνά Τσιγάρα, καταλήγω να βλέπω όλη την ταινία. Κάθε φορά σαν πρώτη φορά. Κάθε φορά και καλύτερα.
Κάποιος γράφει στα σχόλια ότι 'η ταινία αυτή ακούγεται'. Συμφωνώ. Αρκετά. Την έχω ακούσει και σαν νανούρισμα. 'Για σένα και γι απόψε... Μέγας Ανατολικός.'
Χρυσόψαρα στο τραμ.
Στα άδεια τρόλεϋ ακούω τη σιωπή του πλήθους. Μια σιωπή γεμάτη από τον πόθο να πετάξεις. Χωρίς να εχεις πού να πετάξεις. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μετά από 70 χρόνια κάποιος μπορεί να σταθεί σε ένα άδειο αντίστοιχο τρόλεϋ και να ακούσει τη σιωπή του πλήθους. Ναι, αλλά δε θα είναι η ίδια σιωπή. Θα είναι η σιωπή ενός άλλου πλήθους. Δε θα είμαστε εμείς.
Λείπουν οι ονειροπόλοι νομίζω. Λείπουν οι ονειροπόλοι και οι καλλιτέχνες. Τα περιφερόμενα γλυπτά.
Ξέρεις τι είναι να είσαι τρίτη λυκείου και να 'σαι καψούρης? Πού να ξέρεις... Βάσωωωωωωωωω! Βασούλααααααααα! Μίλαμουμίλαμουμίλαμουμίλαμου Άκουάκουάκουάκουτονάνεμοάκουάκουάκου --- Έχει δίκιο ο Ρένος. Είναι τελικά αυτή η αίσθηση του να γυρνάς σε μια άδεια από ανθρώπους πόλη. Αύγουστο. Αύγουστο με ζέστη. Ζέστη. Τόση πολλή ζέστη. Άλλο πράμα.
Εικοσιδύοκαισήμερα σαν τους κατάδικους - σαν τους φαντάρους. Η Στέλα έβγαλε εισητήριο χωρίς επιστροφή. Εγώ ποτε? Χωρίς τόνο. Για να αναρωτιέμαι περισσότερο.
---
Ο καφές είναι για να θυμάσαι και το αλκοόλ για να ξεχνάς.
Ας φυλάξουμε λίγο απ' το τελευταίο. Γιατί θυμάμαι πολλά και λίγα αυτά που ξεχνάω. Ίσως πάλι και όχι.
---
Και ναι, την είδα ξανά. Αδύνατον να αντισταθείς.
Ήταν ένα από κεινα τα ζωντανά όνειρα, που όταν σηκώνεσαι αναρωτιέσαι το ποιος είσαι, πώς βρέθηκες εδώ και πώς είναι δυνατόν να είναι το όνειρο αλήθεια.
Μετά προσπαθείς να μη σκεφτείς καθόλου το όνειρο, γιατί είναι ψεύτικο - αν και ωραίο.
Και αν προσπαθείς να θυμηθείς το πρωί το όνειρο που είδες, δεν το ξεχνάς ποτέ.
Και δεν ωφελεί να σκέφτεσαι κάτι ψεύτικο.
Σου μένει η αίσθηση του ονείρου σχεδόν πάντα όμως - κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.
Το βράδυ, λοιπόν, άκουσα αυτό το τραγούδι γύρω στις 20 φορές.
Κι άνοιξα κι ένα κρασί έτσι, γιατί είναι ωραίες οι Παρασκευές.
Κι αν δεν το χα κόψει, θα 'στριβα και τσιγάρο.
Παρεπιμπτόντως σαν σήμερα πριν 6 χρόνια έφυγα απ' τη Γαλλία.
Και όλως παραδόξως δε γύρισα ξανά.
Ποιος νοιάστηκε, βέβαια.
Ο Τομ τα λέει καλύτερα.
---
Last night I dreamed that I was dreaming of you
And from a window across the lawn I watched you undress
Wearing your sunset of purple tightly woven around your hair
That rose in strangled ebony curls
Moving in a yellow bedroom light
The air is wet with sound
The faraway yelping of a wounded dog
And the ground is drinking a slow faucet leak
Your house is so soft and fading as it soaks the black summer heat
A light goes on and the door opens
And a yellow cat runs out on the stream of hall light and into the yard
A wooden cherry scent is faintly breathing the air
I hear your champagne laugh
You wear two lavender orchids
One in your hair and one on your hip
A string of yellow carnival lights comes on with the dusk
Circling the lake with a slowly dipping halo
And I hear a banjo tango
And you dance into the shadow of a black poplar tree
Η αδερφή μου μικρή φοβόταν το σκοτάδι. Η μάνα άναβε, θυμάμαι, το φως της αποθήκης και απ' τη μισάνοιχτη πόρτα ερχόταν το φωτεινό τρίγωνο μες το δωμάτιό μας. Κι η αδερφή μου κοιμόταν. Κι εγώ δεν κοιμόμουν, γιατί το φως μ' ενοχλεί. Σκεφτόμουν, λοιπόν, μες την ησυχία εκείνη ότι όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε. Θα γεράσουμε και θα πεθάνουμε. Πολύ αισιόδοξες σκέψεις για παιδί 5 χρονών, μπράβο μου.
Άντε μετά να μεγαλώσεις και να την παλεύεις σαν άτομο.
Μετά, θυμάμαι, είχα ρωτήσει τη μάνα μου ποιο είναι το νόημα του να διαβάζουμε και να πηγαίνουμε σχολείο, αφού όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε. Καημένοι μεγάλοι, τι ακούν απ' τα μικρά. Το κακό είναι ότι δε θυμάμαι τι μου απάντησε.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ιστορία, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι λαμβάνουν ένα sms που τους λέει πόσος καιρός τους μένει για να ζήσουν ακόμη. Αναρωτιόμουν αν θα άλλαζε κάτι αν συνέβαινε αυτό σε μένα. Ακόμη αναρωτιέμαι.
----
Έχει δυο τρεις μέρες που έχει λυσσάξει στη βροχή. Μερικές φορές νομίζω ότι η βροχή έρχεται ακόμη κι από κάτω. Μετά θυμάμαι τη βροχή του Forest Gump - ευτυχώς εδώ σταματάει σύντομα. Και μετά τη βροχή από κάτω του Θανάση.
Η μόνη παρήγορη σκέψη όταν βρέχει είναι το πώς μοιάζουν οι πόλεις από ψηλά. Η σκέψη αυτή πάντα με ηρεμούσε. Ποτάμια από χρωματιστές ομπρέλες κυλάνε παντού. Και μερικές τυχερές, γίνονται ιπτάμενες. Γκρίζες πόλεις που τις βρέχουν χρωματιστά ποτάμια από ομπρέλες. Ναι.
---
Καλοκαίριασε, λέει, στην Ελλάδα. Μια βόλτα ρε στην παραλία. Αυτό που με ξενερώνει εδώ είναι ότι δεν έχει θάλασσα τόσο κοντά - νησί να σου πετύχει. Στην Κοπεγχάγη ακόμη και το χειμώνα πήγαινα μια βόλτα μέχρι το τέλος της Hambros Alle. Industrial silence, βέβαια το χειμώνα, αλλά δε βαριέσαι. Αρκεί να περνάει η αιωνιότητα. Εμείς κι οι Madrugada. Αρκεί να περάσεις ένα χειμώνα στη Σκανδιναβία για να καταλάβεις γιατί γράφουν τέτοια μουσική κι ένα καλοκαίρι για να καταλάβεις γιατί αξίζει.
---
Έχει κάνα δύο βδομάδες που ξέθαψα πάλι τους σΝ. Ξέθαψα δεν είναι το σωστό ρήμα, αλλά είναι λίγο αργά και είμαι κουρασμένη. Ωραία σαν μουσική πόλης. Μετά όμως, όταν ακούω το Αστραλόν θυμάμαι Θεσσαλονίκη. Είμαι στο Farrington και σκέφτομαι την ταράτσα στη Θεσσαλονίκη. Μετά γελάω μόνη μου γιατί είμαι και η μόνη λογικά. Μετά ακούω τον Ασύρματο Κόσμο και θυμάμαι αυτά που σκεφτόμουν παιδί και σκέφτομαι μια σοφή κουβέντα που είπε κάποτε, κάποιος "Ό,τι σε χαλάει, να το κόβεις".
Κάπως έτσι έκοψα τη βαριά κουλτούρα στο σινεμά. Μου έλειψε κάπως.
Πώς από τα 90s καταλήγω πάντα σε κάτι τέτοια τραγούδια άγνωστον.
Ή μάλλον άγνωστες οι βουλές των απανταχού δημιουργών playlist.
Ψυχανεμίζεται, μου φαίνεται, το youtube τι ζόρι τραβάει ο καθένας και παίζει αναλόγως.
Σε λίγο θα υπάρξει εφαρμογή που θα σκανάρει τη φάτσα μας και θα καταλαβαίνει τι δεν πάει καλά και θα παίζει ανάλογα τραγούδια. Ή κάτι αντίστοιχο του αλκοοτέστ, "Φυσήξτε εδώ!" κτλ κτλ.
Διαμαντένιος ο ουρανός,
τ’ άστρα στα μάτια της γυαλίζανε.
Διαμαντένιος ουρανός,
κάτι φωνές μου ψιθυρίζανε.
Μοιραία θα ψάξω εκείνο το remix που είχε ξετρυπώσει ο Μανόλης προ αμνημονεύτων (εν έτει 2008 - ουάου τι καθαρευουσιανισμοί είναι αυτόι γαμώ την τρέλα μου) - μόνο για μύστες, ε!
Μα είναι δυνατόν να μην το ξέρει κανείς!?
Του του ρουυυυυ ρου ρουυυυυυυυυυ διαμαντένιος ουρανόςςςςςςςςςς
του ρουυυυ ρουουουουοουουου διαμαντένιος ουρανόςςςς
Μου θυμίζει κάτι μεθυσμένα βράδια κι ένα σεντόνι μπλε με πλανήτες κι άστρα, που άμα έπινες πολύ νόμιζες οτι σε αγκάλιαζε το σύμπαν όταν κοιμόσουν.
Που διάλο είναι αυτό το σεντόνι, ακόμη αναρωτιέμαι.
Μιας και πεταγόμαι από το ένα στο άλλο, ΤΟ κορυφαίο συνέβη προχτές. Δώσε βάση: πάσχω λέει από spatial sequence synesthesia, δεν ξέρω και πώς διάλο να το λέω στα ελληνικά για να κάνω εντύπωση. Είναι τρελοί αυτοί οι γιατροί. Δε φταίω εγώ που πάντα φανταζόμουν τους μήνες σαν κομμάτια πίτσας. Κι ο χειμώνας είναι το βόρειο κομμάτι και το καλοκαίρι το νότιο κοκ. Όταν τα έλεγα βέβαια αυτά με κοιτούσαν λίγο περιέργα. Μετά είπα ότι φταίει που χα ένα παζλ μικρή με τους μήνες και τα Στρουμφάκια, κι εκεί γύρω γύρω πήγαιναν οι μήνες - τι διάλο. Σου λένε μετά οτι και το ότι θυμάσαι αυτές τις λεπτομέρειες είναι σύμπτωμα. Πόσο άσχετοι, ΠΟΣΟ.
Διότι είχαμε πάει στη συνάντηση συμμαθητών δημοτικού το 2012 (αν δεν κάνω λάθος) και είχα βομβάρει κόσμο. Γιατί βρεθήκαμε 20 μπούφοι και κανείς δε θυμόταν τίποτε, εκτός από την αφεντιά μου. Κι άρχισα να λέω ιστορίες από το δημοτικό και με κοιτούσαν όλοι σαν χάνοι. "Μα καλά, που τα θυμάσαι όλα αυτά?". Η αλήθεια είναι ότι από μικρή κρατούσα αρχείο από ότι μου έκανε εντύπωση - πάνω κάτω ό,τι κάνω κι εδώ, εκμεταλευόμενη την ευκολία του να τα πληκτρολογείς στο Σύννεφο, γιατί έχω γεμίσει τετράδια και τετράδια που άμα τα διαβάσεις σου πέφτει το μαλλί- η ιστορία της Χριστίνας - από τότε που θυμάται, και άμα τα κουβαλήσεις σου πέφτει η μέση. Δε θυμάμαι τι ήταν αυτό που μου έζμπρωξε (ναι, σαλονικιώτικα, με ζζζζζζ) να το κάνω αυτό, θυμάμαι όμως το πότε. Κρατάω αρχείο από το 1996. Είκοσι χρόνια επιτυχίες.
Το θέμα είναι πάντως ότι όλα αυτά που θυμόμουν με τόσες λεπτομέρειες δε βρίσκονται στο αρχείο. Κι αυτό είναι το περίεργο. Συγκρατώ τόση λεπτομέρεια, τόση άχρηστη πληροφορία. Είναι ασύλληπτο.
Το ωραιότερο είναι όμως όταν διαβάζεις αυτά που είχες γράψει πριν χρόνια (πιθανότατα μες τη ντίρλα σου) και αναρωτιέσαι αν όντως είναι δικά σου ή αν μπούκαρε κανείς κάποτε στο σπίτι, μιμήθηκε το γραφικό σου χαρακτήρα και βάλθηκε να σε τρελάνει. Ή ακόμη καλύτερα, εκείνα που έγραψες νηφάλιος αποτυπώνοντας τη στιγμή, το συναίσθημα κι όταν τα διαβάζεις ξανά είναι σα να ανοίγεις τα παράθυρα και να σε φυσάει ο αέρας μιας άλλης εποχής. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω αλλιώς. Είναι σαν αυτό που λένε πώς όταν κοιτάς τ' αστέρια κοιτάς στην ουσία το παρελθόν. Πόσο όμορφη σκέψη αυτή. Πόσο.
Η ασυναρτησία σ'ολο της το μεγαλείο, αλλά έτσι πρέπει, για να βγαίνει η ένταση. Το 2003 είχα ακούσει ένα ηχογραφημένο απόσπασμα από λόγια που διάβαζε ο Κιμούλης. νομίζω από το Τελευταίο Αντίο. Έλεγε κάπου "μισώ το γράψιμο που με εκτόνωσε", μεγάλη αλήθεια. Μεγάλη εκτόνωση. Με τη διαφορά ότι δε μισώ το γράψιμο.
Συγκεντρώθηκα λίγο περισσότερο στα γραπτά μου τις τελευταίες βδομάδες γιατί μετά τον τραυματισμό μου έπρεπε να απέχω από τις δραστηριότητες (χορούς, γυμναστήρια κλπ) κανένα μήνα (σύμφωνα με τη Γιώτα, πάντα, την οποία φυσικά και δε θ ακούσω, γιατί σιγά να μην αφήσω την προπόνηση 4 βδομάδες, θα την αφήσω μόνο δύο, βέβαια όταν λένε πώς είμαι ξεροκέφαλη έχουν δίκαιο, αλλά όντως νιώθω καλύτερα οπότε ΘΑ ΠΑΩ- σε γιατρό εδώ εννοείται πως δεν πήγα - μαλακία μου, το ξέρω, αλλά ο NHS είναι πιο αργός κι από κουτσή χελώνα, οπότε το πλευρό θα έγιανε ούτως ή άλλως από μόνο του. Τι λογοδιάρροια είναι αυτή, βλέπω τι γράφω και γελάω, αλλά στο νου μου πρέπει να έχω πάντα την εκτόνωση.)
Θυμήθηκα, λοιπόν, τα σκίτσα μου που τα άφησα να σκουριάσουν, πολύ, πάρα πολύ. Νομίζω ότι πέρσυ ήταν το τελευταίο σοβαρό σκίτσο που έκανα, περίπου αυτόν τον καιρό, έκανα ασκήσεις στις προσωπογραφίες. Ξεκίνησα με μια συμμαθήτρια μου απ' το σχολείο που έχει πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο. Η φίλη μου (και η μάνα μου, αλίμονο) μου είπε πώς τη ζωγράφισα πολύ διπλωματικά, πιο ωραία απ' ότι είναι. "Έτσι σε βλέπω εγώ", της είπα και χαμογέλασε. Αλήθεια.
Μετά είχα τη φαεινή ιδέα να ζωγραφίσω την αφεντιά μου, όπως κάθε ζωγράφος-ψωνάρα που σέβεται τον εαυτό του. (Δεν είμαι ούτε ζωγράφος, ούτε καλλιτέχνης - προς θεού). Είναι απίστευτο πάντως, κάθε φορά που πάω σε μουσείο και βλέπω προσωπογραφίες αγνώστων ζωγράφων, παίζω ένα παιχνίδι με τον εαυτό μου, προσπαθώ να καταλάβω αν είναι αυτοπροσωπογραφίες, προσωπογραφίες συγγενών/φίλων ή προσωπογραφίες αγνώστων (που τα έσκασαν για το πορτραίτο). Το ενδιαφέρον είναι ότι τις περισσότερες φορές πέφτω μέσα. Είναι τόσο ορατό ειδικά όταν πρόκειται γι αυτοπροσωπογραφία. Δίνουν στον εαυτό τους το βλέμμα του καλλιτέχνη, δεν ξέρω πώς να το προσδιορίσω, είναι το μάτι που γυαλίζει, που κοιτάει με σιγουριά και λίγη αλαζονεία, σα να σου λέει "Εγώ ξέρω, εσύ δεν έχεις ιδέα". Έχει μια βάση αυτό βέβαια, διότι αν δε ζωγραφίσεις τη μούρη σου που τη βλέπεις ανέκαθεν και έχεις εξοικιωθεί μαζί της, ποιανού τη μούρη να ζωγραφίσεις? Ε κι αν είσαι μάστορας, πρέπει να δώσεις και το ανάλογο βλέμμα στο πορτραίτο. Το κανα κι αυτό λοιπόν και αυτό και βλεπότανε.
Μόνο στη μουσική δε μπορώ να επανέλθω. 5 χρόνια ρε συ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που θα την πούμε κάποια άλλη φορά. Ή ίσως και όχι.
Η δημοσίευση έγινε, οι γονείς ήρθαν για πρώτη φορά στο UK, ο Κωστάκης και η κομπανία επίσης και οι καθολικοί ανέστησαν αυτόν που ανασταίνεται κάθε χρόνο και προκοπή δε βλέπουμε.
Όπως, λοιπόν, βρισκόμαστε στο Vinoteca και κατεβάζουμε ένα ωραιότατο λευκό ξηρό (Côtes du Rhône φυσικά γιατί τιμάω πάντα τη Grenoble άσχετα αν έχω να πατήσω πόδι εκεί πάνω από 5ετία - τι λογοδιάρροια είναι αυτή για ΆΛΛΗ μια φορά) και ενώ έχουμε γλιτώσει από κατακλυσμό που θυμίζει τα γυμνάσια που πέρασε ο κακομοίρης ο Νώε, παίζει το παρακάτω κομμάτι. The look. The look ρε φίλε.
Και άσχετα με το τι λένε τα παιδιά, έχω μεταφερθεί με τσάρτερ στη Δανία, ίσια στο καλοκαίρι του 2013. Αυτές είναι οικονομικές πτήσεις - όχι της Ryanair. Καλοκαίρι του 2013, στο Tingbjerg, μετά τη μετακόμιση στο δωμάτιο 169 - και ο Κωστάκης στο 269 - ούτε παραγγελιά να τα είχαμε κάνει.
Τι ωραίο καλοκαίρι. Μόνο που έλειπε απ' την παρέα ο Γιαννάκης. Αλλά και πάλι. Τι ωραίο καλοκαίρι. Το ποδήλατο μου το μαύρο και οι βόλτες στην Utterslev mose. Pizza Dominos και λεμονάδα, χέρι με χέρι το μπουκάλι στο δρόμο για το σπίτι με τις λευκές νύχτες να φωτίζουν το δρόμο μέχρι τα μεσάνυχτα. Πρώτο καλοκαίρι στη Δανία. Το ταξίδι στη Γροιλανδία.
Το Κορίτσι με τα Πορτοκάλια πήγε στο Ice Cap, αλλά δεν είχε χιόνια και τα λυκόσκυλα την άραζαν. Ούτε έλκηθρα ούτε τίποτα. Αυτή είναι ζωή. Αραλίκια στο Sisimiut. Τι μέρες... Κοιτάζω τις φωτογραφίες κι είναι σαν όνειρο.
Το δωμάτιο 169 μυρίζει μόνιμα βανίλια, δώρο απ την προηγούμενη ιδιοκτήτρια. Κι οι νύχτες τόσο φωτεινές. Χρειάζομαι πάντα τη μάσκα του ύπνου, σαν άλλη Ντένη Μαρκορά.
Η γιορτή του Sankthans. Οι φωτιές τη νύχτα. 23 Ιουνίου. Remember how we shook shook. Remember. Remember,
Ώστε εδώ ήσουν!
Σε βλέπω από μακριά.
Στέκεσαι στη βιτρίνα και κοιτάς τις Fender Strats. Μπορεί να είναι και Gibson Les Paul, δεν ξέρω από κιθάρες!
Φοράς μαύρα τώρα, γιατί είναι χειμώνας. Η αλήθεια είναι ότι δεν κάνει και τόσο κρύο.
Στρίβεις τσιγάρο μπροστά στη βιτρίνα ενώ μου γνέφεις από μακριά.
Το 'ξερα, jimi, ότι δεν ήταν αλήθεια. Ότι δε θα μπορούσε ποτέ να είναι αλήθεια.
Γιατί είσαι κάφρος, αλλά καλός κάφρος.
Δεν έφυγες ποτέ, απλά έλειψες για λίγα χρόνια.
Πλησιάζω και μου γελάς. Τα μάτια σου κάνουν εκείνη την παιχνιδιάρικη κίνηση. Δεξιά αριστερά, δεξιά αριστερά. 'Σας την έσκασα', λες. 'Ήμουν σίγουρη ρε κωλόπαιδο', σου απαντάω.
Κατάλαβες; Εξαφανίστηκε ο κύριος τόσα χρόνια. Σχεδόν έξι.
Και τώρα γελάει. Δεν είναι αστείο.
Περπατάμε για λίγο πλάι πλάι.
Μου τη λες για άλλη μια φορά που δε χρησιμοποιώ Linux.
Σου ζητάω τσιγάρο -για να συνέλθω- και με κοιτάς αυστηρά. 'Κακές συνήθειες έχεις αποκτήσει', λες ενώ κουνάς το δάχτυλο πως όχι.
Από κάπου ακούγεται το 'rock n'roll' των Zeppelin.
Τραγουδάς και μιμείσαι για άλλη μια φορά τον Robert Plant.
Αν ήμασταν σε πάρτυ στο Τρίγωνο θα μου είχες ξεβιδώσει τα χέρια, είμαι σίγουρη.
- Πάμε για καμιά μπύρα;, ενώ σε τραβάω ανυπόμονα απ' το μανίκι.
- Τι μπύρα; Haig με 2 παγάκια και γραμμή για το Blues Bar, παίζει ένας φοβερός τύπος σήμερα', απαντάς με ένα φιλτράκι στην άκρη των χειλιών σου.
- Ρε jimi, σταμάτα να καπνίζεις!
- Δουλειά σου!
Κατευθυνόμαστε προς Carnaby. Δυο τρεις τύπισσες πιο πέρα ουρλιάζουν πάνω από τα 15ποντα και βγάζουν selfie. Τις κοιτάς χαμογελώντας. Είμαι σίγουρη ότι σκέφτεσαι 'Γαμιέστε!'. Με κοιτάς. Ναι ρε φίλε, συνεννοούμαστε.
Έχεις δίκιο για άλλη μια φορά. Μουσικάρες στο blues bar. Κουβεντιάζεις με μια μορφάρα για αρκετή ώρα. Ο τύπος γύρω στα 65, δίμετρος, ράστα ως τον κώλο και δάχτυλα μπασίστα. Πώς συνδυάζονται όλα αυτά; Μιλάτε παθιασμένα για ένα σόλο. Τι σόλο, δεν έχω ιδέα γιατί είμαι γεμάτη από τα blues και δεν πολυδίνω σημασία. Τα μάτια σου αστράφτουν, ως συνήθως όταν λες για τις μουσικές σου.
Μαζευόμαστε σύντομα, γιατί αύριο δεν είναι Σάββατο. Δυστυχώς.
- Θα τα πούμε αύριο;
- Αύριο; Έχω πρόβα με το γκρουπ και μετά έχω δουλειά. Αλλά αν θέλεις...
Συνεχίζεις να μιλάς ακατάπαυστα ως συνήθως.
Θα καίγεσαι με τους κώδικές σου για άλλη μια φορά, το δίχως άλλο. Δεν καταλαβαίνω και πολλά, αλλά δεν πειράζει.
΄Θα τα ξαναπούμε σύντομα΄, λες. Γνέφω θλιμμένα καταφατικά, κι ας ξέρω ότι λες ψέματα.
Λες: 'Αφού με ξέρεις, είμαι κάφρος, αλλά καλός κάφρος'. Χαμογελάς.
Μια τελευταία ρουφηξιά χωράει στο τσιγάρο σου και μετά βλέπω το τελευταίο σύννεφο καπνού να διαλύεται και το μαύρο σου παλτό να το παίρνει ο αέρας.
Ψιθυρίζω 'Καληνύχτα' και κοιτάω στην άκρη του δρόμου. Δεν είναι κανείς.
Ή σε περίπτωση που αφήσω το μηχανιλίκι αύριο μεθαύριο για να γυρίσω τον κόσμο ενώ παράλληλα κάνω διδακτορικό. Είναι μερικά μέρη που δεν έχω πάει ακόμα. 30 - 40 χώρες. Προλαβαίνω? Προλαβαίνω.
Γιατί όταν είσαι σ' αυτό το τελευταίο βήμα είναι τόσο δύσκολο. Και γιατί πάντα κάνεις ό,τι πιο άσχετο πέρα από αυτό που πρέπει?
Λύσσα ενώ έχω λιώσει όλα τα αγαπημένα soundtrack και πλέον έχω πιάσει τους κλασικούς.
Ο Howard Shore θα έπρεπε να μου δώσει κάρτα μέλους, χρυσό κλειδί ή οτιδήποτε άλλο δηλώνει λατρεία στο έργο του.
Έχει αρχίσει εν τέλει να μου αρέσει το Λονδίνο, κι ας μη θέλω να το παραδεχτώ.
(Το εν τέλει, γράφεται εν τέλει ή εντέλει? )
Είναι σα να δέχομαι σε υπερβολικές δόσεις όλη αυτή την κουλτούρα που στερήθηκα στη Δανία λόγω γλώσσας και ελαφράς αφραγκίας. Λάθος, όχι αφραγκίας, αλλά λογικής διαχείρισης οικονομκών πόρων.
Κάτι η -αφύσικη- καλή θερμοκρασία για χειμώνα σε βόρεια χώρα, κάτι ο ουρανός που τον θυμάται σχετικά συχνά ο ήλιος, κάτι η μουσική και τα θεάματα, δε θέλει και πολύ ν αρχίσει να σ'αρέσει. Που να ρθει και η Άνοιξη να μας αποτρελλάνει, να σου πω εγώ ποιος θα παραδώσει εγκαίρως το προτζεκτ. Θα στενάξουν τα γρασίδια στα πάρκα.
Τα γράφω ελληνικά για να μην τα ξεχνάω, γιατί παραμιλάμε ξένες γλώσσες και δε μ'αρέσει καθόλου.
Κάνω συνέχεια λάθη στα ελληνικά και πετάω μεταφρασμένες από αγγλικά βλακείες. Θα σοκαριστεί η μάνα μου, είναι και φιλόλογος.
Κάπου εκεί στην κοσμοχαλασιά άκουσα και τον Chris Isaac, σ' αυτή τη χώρα δε χρειάζεται να ψάξεις την ωραία μουσική - σε βρίσκει εκείνη. Με το τραγούδι να μου θυμίζει αυτά που μου θυμίζει.
Το διήμερο ήταν αφιερωμένο στη Mathilde, μιας κι είχα καιρό να τη δω. Με βοηθάει να θυμηθώ τα γαλλικά μου, που τα νανούρισα αρκετά αφότου έφυγα απ' τη Γαλλία. Ο κόσμος παραξενεύεται που μιλάμε αυτό το μίγμα γλωσσών, αλλά έχει ενδιαφέρον. Γλωσσολογικό.
Μια ακόμη επιθυμία βγήκε απ'τη λίστα μου σήμερα, είδαμε τον Καρυοθραύστη που λυσσούσα από 8 χρονών παιδί. Έσφιγγα τις γροθιές απ' τη χαρά μου. Κι η Mathilde δεν πήγαινε πίσω, βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ.
Και ξαφνικά ανάμεσα σε πιρουέτες, χειροκροτήματα και μάτια που γυαλίζουν θυμήθηκα τον αγαπημένο μου Degas και τις εμπνεύσεις μου για τα σκίτσα με τις μπαλαρίνες που έχουν γεμίσει βιβλία και βιβλία και τετράδια και σελίδες που έχουν σκιστεί. Έπρεπε να πάω στην Καλών Τεχνών ρε. Μαλακία μου. Και ποτέ δεν είναι αργά και πάντα είναι αργά και τα λοιπά και τα λοιπά.
Τώρα που μαζεύτηκα θα ξυπνήσω τα μολύβια και τα κάρβουνά μου. Κανείς δε θα κοιμηθεί απόψε. Κανείς. Ούτε το μπουκάλι με το τσίπουρο. Ούτε το Wicked Game που θα παίζει όλη τη νύχτα, που αν ήταν γραμμένο σε κασέτα θα είχε μασηθεί, αν ήταν βινύλιο θα είχε γρατσουνιστεί και αν έλεγε ψέματα δε θα ήταν το κομμάτι που είναι.
Θυμάμαι ό,τι σαβούρα μπορείς να διανοηθείς από παλιά κια δε θυμάμαι τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω. Έκανα άραγε κάποτε βαρυσήμαντες δηλώσεις.
Όσο αστείο και να φαίνεται, η καλύτερη έξοδος των τελευταίων χρόνων με τους παλιούς μου συμμαθητές έγινε απόψε, σε μια κρεπερί. Αντί να πάμε να πλακωθούμε στα τσίπουρα, στις ρετσίνες κλπ κλπ, μας έβγαλε τα σώψυχά μας μια κρέπα.
Κι ένιωσα πάλι όπως παλιά, όταν μιλούσαμε για διαγωνίσματα, σκανταλιές, κατορθώματα παλιών συμμαθητών. Τότε, που ο Ηλίας έλεγε τις ιστορίες του για την εφταήμερη εκδρομή, ο Θοδωρής περιέγραφε διάφορα περιστατικά στην τάξη μιμούμενος φωνές καθηγητών που δεν γνώριζα, μα που όταν τους άκουγα τυχαία στο δρόμο να μιλάν, χαζογελούσα στα κρυφά. Τότε που η Γιώτα και γω θυμόμασταν τις φωνές του Χατζηνικολάου στο φροντιστήριο.
Παλιά που όλα ήταν τόσο απλά και εύκολα και βρισκόμασταν συνέχεια ως μαθητές. Τότε που δεν αποχαιρετιόμασταν κάθε φορά, σκεπτόμενοι την επόμενη συνάντηση.
Το πρόβλημα δεν είναι το εξωτερικό. Είναι οι ζωές που αλλάζουν και που από ένα σημείο και μετά είναι δύσκολο ή και ακατόρθωτο να ξανασυναντηθούν. Μου λείπει όλο αυτό το παρελθόν αόριστα, σα να λέμε ότι μου λείπει όλη εκείνη η φάση της ανεμελιάς, τότε που το μόνο που μας απασχολούσε ήταν το τι θα γίνει στις πανελλήνιες. Δε μας απασχολούσε το τι θα γίνει μετά. Δεν υπήρχε τότε μετά για μας. Μόνο να γίνουμε φοιτητές, να μεγαλώσουμε.
Ακόμη και ως φοιτητές τα λέγαμε συχνά: στις γιορτές των Χριστουγέννων, ίσως στα καρναβάλια, σίγουρα το Πάσχα και το καλοκαίρι.
Στις γιορτές, η έξοδος στο ταβερνείο για ρετσίνες με όλη την παρέα ήταν ιεροτελεστία. Α ρε Γιάγκο, τώρα στις γιορτές παίρνουμε απουσία. Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ήμασταν εκεί όλοι μαζί. Σκόρπιοι τα καταφέρνουμε - στην απαρτία κωλυόμαστε. Όσο για την επιθυμία μου περί απαρτίας, δύσκολα να τα καταφέρουμε σύντομα. Γιατί οι ζωές αλλάζουν και τα λοιπά και τα λοιπά. Επίσης οι ζωές φέρνουν γάμους και παιδιά και τα ρέστα.
Καταραμένη ενηλικίωση.
Στ' αυτιά μου ακούω ήδη τους Ramones και για την ενηλικίωσή σας δε μου καίγεται καρφί.