Τρίτη, Δεκεμβρίου 14, 2010

Ο Αόρατος Μανδύας

Θυμήθηκα χτες ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στο χωριό. Ήμουν, δεν ήμουν 8 χρονών. Πάει καιρός από τότε. Από εκείνο το απόγευμα μου 'ρχεται στο μυαλό καθαρά μια ανοιξιάτικη μπόρα. Μια μπόρα τόσο έντονη, που με έστειλε γραμμή στο τηλέφωνο του παππού, να ζητήσω από το μπαμπά να έρθει αμέσως στο χωριό να με πάρει. Δε θα μπορούσα να ξεχάσω τη δύναμη εκείνης της βροχής, σα να την είχε περιορίσει κάποιος για καιρό και ξέσπασε έπειτα με μανία. Χτυπούσε τόσο δυνατά τα κεραμίδια και φοβόμουν μήπως το σπίτι λιώσει όπως σ' εκείνο το παραμύθι που μου έλεγε ο παππούς, για το σπίτι, το φτιαγμένο από ζάχαρη. Τα μπουμπουνητά και οι αστραπές? Άνευ προηγουμένου! Σου γεννιόταν αυτό το συναίσθημα που διακατέχει όλα τα παιδιά, ότι θα χωθείς κάτω από την κουβέρτα και εκεί κανείς δε θα μπορεί να σε πειράξει. Θα είναι το καταφύγιό σου.

Θυμάμαι ακόμη τη γιαγιά, αιωνίως απασχολημένη με κάτι στην κουζίνα, να μου λέει:
"- Μην τον παίρνεις τηλέφωνο μαρή, θα σταματήσει η βροχή!"
Και 'γω, φοβισμένη από τα φυσικά φαινόμενα, να σχηματίζω στο παλιό γκρι τηλέφωνο ένα-ένα τα νούμερα. Μέχρι να έρθει ο μπαμπάς από την πόλη, η βροχή σταμάτησε. Ίσως να βγήκε και ο ήλιος, δε θυμάμαι. Ήθελα να μείνω με τον παππού και τη γιαγιά κι άλλο. Δε φοβόμουν πια. Αλλά δε γινόταν.


Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ, διαβάζω ξανά το τελευταίο βιβλίο του Χάρι Πότερ. Παιδιάστικο μεν, αλλά πριν κοιμηθείς αξίζει. Στ' αλήθεια αξίζει. Διάβαζα, λοιπόν, στο βιβλίο για την ιστορία των Τριών Αδερφών και τους Κλήρους του Θανάτου. Εν συντομία, ο Θάνατος, σε μια προσπάθεια να παγιδεύσει τα τρία αδέρφια-μάγους, αποφασίζει να κάνει στον καθένα από ένα δώρο. Ο πρώτος του ζητά ένα μαγικό ραβδί που θα κερδίζει κάθε αντίπαλο, ο δεύτερος μια μαγική πέτρα που θα ζωντανεύει τους νεκρούς, ο τρίτος ζητάει κάτι που θα τον βοηθήσει να απομακρυνθεί από το σημείο όπου βρίσκονται χωρίς να μπορεί να τον ακολουθήσει ο Θάνατος. Και ο Θάνατος του δίνει ένα μανδύα που σε κάνει αόρατο. Ενώ, λοιπόν, τα άλλα δύο αδέρφια πέφτουν στην παγίδα του Θανάτου, ο τελευταίος καταφέρνει με τον μανδύα να του τη σκαπουλάρει (κύριος!) και να του παραδοθεί σε βαθιά γεράματα. Αυτός ο αόρατος μανδύας μου θύμισε λίγο την αξία της κουβέρτας για τα παιδιά σε περιπτώσεις βροχής, καταιγίδας και λοιπής σύγχυσης.

Ο Θάνατος, ο Τρίτος Αδερφός και ο Αόρατος Μανδύας (από την τελευταία ταινία του HP)
Πόσο τυχερά τα παιδιά που έζησαν στιγμές με τον παππού και τη γιαγιά! Χαίρομαι που ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Τους έζησα πολύ όλα αυτά τα χρόνια. Είμαι τυχερή που έχω μνήμες από τη φύση, από ένα χωριό που -δυστυχώς- δεν υπάρχει πια, από γέλια και παιχνίδια σε κήπους, από εκδρομές, από χρόνια ξέγνοιαστα, από την κούνια που έφτιαξε ο παππούς στην καρυδιά, από τα δυνατά χέρια της γιαγιάς που πάντα είχαν κάτι να δώσουν. Μνήμες από τον παππού και τη γιαγιά που καταφέρνουν ακόμη να κρύβονται κάτω από τον Αόρατο Μανδύα του τρίτου αδερφού. Αν και τελευταία, η γιαγιά νομίζω πως κουράστηκε να τον κρατάει πάνω της.

Εκείνη η βροχή σταμάτησε.


Αφιερωμένο σε κείνη τη βροχή. Σε εκείνες που έρχονται.





Όλη η ιστορία:


Παρασκευή, Δεκεμβρίου 03, 2010

Ένα απόγευμα στο πλυντήριο του Saint Bruno

Αδύνατο να συγκεντρωθώ στις σελίδες του βιβλίου κάθε φορά που πάω να πλύνω τα ρούχα μου στο πλυντήριο του Saint Bruno, δυό λεπτά με τα πόδια από τη σοφίτα μου. Χαζεύω στην αρχή τον κόσμο που περνά απ' έξω, τα αυτοκίνητα και κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, το βλέμμα μένει να χρονοτριβεί στους κύκλους των πλύσεων. Απίστευτο το πόσο βασανίζονται τα ρούχα για να έρθει η ... κάθαρση (!). Μήπως το ίδιο δε γίνεται και με την ανθρώπινη ψυχή? Στο έντονο ανακάτεμα κανένα χρώμα δεν ξεχωρίζει πια. Η φυγόκεντρος δύναμη εκτοπίζει τα πάντα και φαίνεται μόνο ο πυρήνας του κάδου πλύσης. Αναρωτιέμαι αν θα έρθει άραγε και για μας αυτή η κάθαρση και αν ναι, με πόσο κόπο. Παρατηρώ την αριστερόστροφη κάθαρση των ρούχων. Μήπως για την κάθαρση της ψυχής πρέπει επίσης να κινηθούμε αντίθετα με τους δείκτες του ρολογιού?