Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2008

Καλές Γιορτές, αν υπάρχουν...

Άκουσα μια κοπέλα να λέει:
"Άντε, να θάψουν το παιδί, να τελειώσει αυτός ο χαμός επιτέλους".
Κι εγώ πάλι λέω, ότι το παιδί αυτό δε θάβεται αν και πολλοί θα το ήθελαν.

Ο κόσμος που εμφανίζεται στα δελτία των 8 στο Star, χαίρεται, καθώς αναφωνεί μέσα απ τον όγκο των δώρων που κουβαλάει: "Ευτυχώς που τελείωσαν τα επεισόδια... Τέλος καλό, όλα καλά!Έγινε πάλι όμορφη η Αθήνα, η Ερμού!".
Πάρτε πολλά δώρα λοιπόν να καλύψετε και τη συνείδηση σας. Κάντε την κι αυτή ένα όμορφο πακέτο. Δε μπορώ παρά να ευχηθώ "Καλές γιορτές" μ' ένα Τσιφτετέλι και να θυμηθώ το στίχο του Λειβαδίτη:

"Γι' αυτό σου λέω, μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο. Mην ξυπνάς: θα μετανοιώσεις.
Πείρα αιώνων"

Αλλά, που καιρός να ξυπνήσει κανείς όταν έχει τόσα ψώνια να κάνει?

ΥΣ: Φυλάξτε καλά το δέντρο κάτω στην Αθήνα, το είδα λίγο στραβό, άρα μπορεί να αποτελεί κι αυτό ασύμμετρη απειλή...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18, 2008

The Raven - Edgar Allan Poe


ONCE upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary, Over many a quaint and curious volume of forgotten lore— While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping, As of some one gently rapping, rapping at my chamber door. "'Tis some visitor," I muttered, "tapping at my chamber door— Only this, and nothing more."

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow;—vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow—sorrow for the lost Lenore—
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore—
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me- filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating,
"'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door—
Some late visitor entreating entrance at my chamber door;
This it is and nothing more."

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
"Sir," said I, "or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you"—here I opened wide the door;—
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortals ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, "Lenore!"
This I whispered, and an echo murmured back the word, "Lenore!"—
Merely this, and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
"Surely," said I, "surely that is something at my window lattice;
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore—
Let my heart be still a moment, and this mystery explore;—
'Tis the wind and nothing more."

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door—
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door—
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
"Though thy crest be shorn and shaven, thou," I said, "art sure no craven,
Ghastly grim and ancient raven wandering from the Nightly shore—
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning—little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blest with seeing bird above his chamber door—
Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
With such name as "Nevermore."

But the Raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered; not a feather then he fluttered—
Till I scarcely more than muttered, "Other friends have flown before—
On the morrow he will leave me, as my Hopes have flown before."
Then the bird said, "Nevermore."

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
"Doubtless," said I, "what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore—
Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
Of 'Never—nevermore.'"

But the Raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore—
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt and ominous bird of yore
Meant in croaking "Nevermore."

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er
She shall press, ah, nevermore!

Then methought the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
"Wretch," I cried, "thy God hath lent thee-by these angels he hath sent thee
Respite—respite and nepenthe, from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil!—prophet still, if bird or devil!—
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted—
On this home by Horror haunted—tell me truly, I implore—
Is there—is there balm in Gilead?—tell me—tell me, I implore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil—prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us—by that God we both adore—
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the Angels name Lenore—
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore."
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Be that word our sign in parting, bird or fiend," I shrieked, upstarting—
"Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken!—quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted—nevermore!


έχει έναν απίστευτο εσωτερικό ρυθμό - μελωδικότητα....

και όσο πιο σκοτεινό το ποίημα, τόσο το καλύτερο :)



Ακούω την Αγάπη- Τρύπες


Ακούω τις θάλασσες
και τα ποτάμια σου
Ακούω το γέλιο
ακούω το κλάμα σου

Τις μελωδίες που γεννιούνται στα σπλάχνα σου
Τις πολιτείες και τους ανθρώπους
που ταξιδεύουν κάτω απ' το δέρμα σου
Ακούω την αλήθεια σου κι' ακούω το ψέμα
Και μια μικρή ζεστή αγωνία μου γλυκαίνει το αίμα

Ακούω την Αγάπη
Ακούω την Αγάπη
Ακούω την Αγάπη
και δεν ακούω τις σκέψεις μου

Ακούω τους ήλιους
και τους πλανήτες σου
Ακούω τις χαρές σου
ακούω τις λύπες σου

Τις αρμονίες που γεμίζουν τις νύχτες σου
Τους εραστές και τους τρελούς
που ξενυχτάν κάτω απ' το δέρμα σου
Ακούω την αλήθεια σου κι' ακούω το ψέμα
Και μια μικρή ζεστή αγωνία μου γλυκαίνει το αίμα

Ακούω την Αγάπη
Ακούω την Αγάπη
Ακούω την Αγάπη
και δεν ακούω τις σκέψεις μου

Τρίτη, Δεκεμβρίου 16, 2008

«Ο λόφος με τις παπαρούνες», του Στρατή Μυριβήλη


[απόσπασμα απ' το βιβλίο "Η Ζωή Εν Τάφω"]

Είναι και μια μέρα χαρούμενη μέσα στις άσκημες μέρες της πορείας. Μια μέρα
γαλάζια και κόκκινη, με ανοιξιάτικο ουρανό, γεμάτη μαβιά μάτια, κόκκινα
αγριολούλουδα και αργά μελαγχολικά τραγούδια.
Ήταν ένας λόφος άλικος από τις παπαρούνες. Ξεκουραζόταν ένα ρούσικο
σύνταγμα, που τραβούσε κι αυτό για το μέτωπο. Εκεί μας σταματήσανε κι εμάς. Είχε
νερό μπόλικο και πρασινάδα εκεί δίπλα. Στήσαμε πυραμίδες τα όπλα και φάγαμε
κοντά τους. Μας σίμωσαν κάτι μεγαλόσωμα παλικάρια με τριανταφυλλιά μάγουλα, με
χοντρές μπότες και μπλούζες παιδιάτικες δίχως κουμπιά. Τα πηλίκιά τους είχαν
κεραμίδι στενούτσικο.
- Γκίρτς;
- Γκίρτς.
- Κριστιάν;
- Κριστιάν.
- Ορτοντόξ;
- Ορτοντόξ.
Μας δεχτήκανε με χαρές σχεδόν παιδιάτικες. Γελούσανε, και μεις γελούσαμε, μας
χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Με τα μεγάλα τους χέρια μας χτυπούνε στην πλάτη.
Τραβούσανε και μας δείχναν από την τραχηλιά τους χρυσά, σεντεφένια
σταυρουδάκια και φυλαχτάρια κρεμασμένα με αλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε με τον
ορθόδοξο τρόπο.
- Κριστιάν! Κριστιάν!
Φάγαμε μαζί, κουβεντιάσαμε ώρες δίχως να καταλαβαίνει γρι ο ένας απ’ τη
γλώσσα τ’ αλλουνού. Όμως συνεννοηθήκαμε περίφημα. Η αγάπη κι η όχτρα έχουνε
διεθνή γλώσσα.
Βρήκα κι ένα νεότατον αξιωματικό, λεπτοκαμωμένο σαν κορίτσι, με μεγάλα
γυαλιά και γελαζούμενα χείλη, που θυμόταν απ’ το σκολειό του μερικά αρχαία, τσάτρα-
πάτρα. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά σαν του καλαμποκιού, είχε κι ένα χρυσό μουστακάκι.
- Ημείς ρούσιαν λίαν Έλληνες αγαπώμεθαν! Οδησσόν λίαν Έλληνες! Λίαν!
Πήρε ύφος και μου απάγγειλε κάτι αλαμπουρνέζικα, που, όπως με βεβαίωσε ήταν
Όμηρος από το πρωτότυπο. Κατόπι κάμανε μια μεγάλη χορωδία και μας τραγούδησαν
λαϊκά τραγούδια. Καμπόσοι τα κομπανιάριζαν με κάτι μακριές μπαλαλάικες που τις
σήκωναν στη ράχη σταυρωτά με το ντουφέκι τους. Δεν κατάλαβα τα λόγια των
τραγουδιών, μα σίγουρα θα μιλούσαν για ένα δάσος χιονισμένο, για ένα χωριό
χιονισμένο, που οι μπουχαρίδες των καλυβιών του θυμιάζουνε γαλάζιον καπνό μέσα
στον παγωμένον αγέρα. Ξανθιές γυναίκες με χοντρές πλεξούδες κάθουνται πίσω απ’ τα
κλειστά τους τζάμια, με το λευκό κούτελο ακουμπισμένο στο γυαλί. Σκουπίζουν αργά
με το δάχτυλό τ’ αχνισμένο τζάμι και βλέπουνε στα χαμένα, μακριά, μακριά, το ρούσικο
κάμπο που δεν τελειώνει παρά στα ουρανοθέμελα, Μέσα στην απέραντη πλατωσιά, ένα
μονοπάτι χαραγμένο στο χιόνι από τα έλκηθρα. Ένα μονοπάτι που πήρε τα παλικάρια
του χωριού και τα πήγε μακριά, μακριά, πέρα από τα σταχτιά ουρανοθέμελα. Ίσως και
πέρα απ’ τη ζωή.
Οι μορφές των τραγουδιστάδων ήταν σοβαρές, τα παιδιάτικά τους τα σλάβικα
μάτια βούρκωναν. Σαν τέλειωσαν το τραγούδι μείναμε πολλήν ώρα ακίνητοι μαζί τους,
ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της μουσικής, που ενώνει τις καρδιές, γιατ’ είν’ η
γλώσσα τους η πανανθρώπινη.
Σαν κάμαμε τις τετράδες για να φύγουμε, οι ρούσοι βάλανε παπαρούνες μέσα
στις μπούκες των τουφεκιών μας. Ήτανε σαν μια παράξενη λιτανεία με ατσαλένιες
λαμπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούμενη φλόγα.
- Αντίο! Αντίο!
Ο πολύ νέος αξιωματικός πετά το καπέλο του, λυγερός, σχεδόν διάφανος μέσα
στο φως.
- Χαίρε, λίαν, Έλληνες! Χαίρε!
Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσμο! Άφθονη σαν ποτάμι που χύνεται μέσα σ’ έναν
κάμπο. Ανθισμένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουνε να
τις κόψεις. Δεν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις.



Cinema il Paradiso


Nuovo cinema Paradiso (1988)
Giuseppe Tornatore


Alfredo: Living here day by day, you think it's the center of the world. You believe nothing will ever change. Then you leave: a year, two years. When you come back, everything's changed. The thread's broken. What you came to find isn't there. What was yours is gone. You have to go away for a long time... many years... before you can come back and find your people. The land where you were born. But now, no. It's not possible. Right now you're blinder than I am.
Salvatore:
Who said that? Gary Cooper? James Stewart? Henry Fonda? Eh?

Alfredo: No, Toto. Nobody said it. This time it's all me. Life isn't like in the movies. Life... is much harder.




Μία απ' τις πιο όμορφες, τις πιο συγκινητικές ταινίες που έχω δει ποτέ μου...

Πανέμορφα περιγράφεται η αγάπη για το σινεμά, ένα σινεμά που δεν έχει ζήσει η γενιά μου, δυστυχώς. Η γενιά του εμπορικού κέντρου, που έμαθε το σινεμά ως απαραίτητη διασκέδαση του Σαββατόβραδου... Παρόλο που σκηνοθετικά είναι κάπως αδύναμο, εξυμνεί με μοναδικό τρόπο το σινεμά όπως το έζησαν οι γονείς μας...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 14, 2008

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου...


Απόσπασμα απ το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου"
του Τάσου Λειβαδίτη




Το έθνος μας απειλείται!
Υπέρ βωμών και εστιών.
Μα πρέπει να συντομεύουμε Εξοχότατε,
μας περιμένουν για το τσάι!
Ένθα ουκ εστί πόνος ου λύπη.

Ένας ζητιάνος ξύνει τ' αχαμνά του.
Ο άγνωστος στρατιώτης κρυώνει στο χιονόνερο.
Ο υπουργός χειρονομεί, μια γριά σταυροκοπιέται.
Κύριε των δυνάμεων!!!
Των δυτικών, βέβαια, δυνάμεων.

Σκασμός ,σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!
Τα γάντια χειροκροτούν,
οι φαντάροι παρουσιάζουν όπλα,
οι τράπεζες χωνεύουν τη λεία τους,
δυο αστυνόμοι τρέχουν.

Ποιος είναι;
Τίποτα, τίποτα.
Ποιος είναι;
Ένας άνεργος λιποθύμησε. Τίποτα.
Μπορεί και να πέθανε. Τίποτα.
Σκασμός!!! Σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!

Πρέπει να εξοπλισθώμεν δια να διασφαλίσουμε
την ασφάλεια του έθνους...
Μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες.
Ω! sorry! Ε, με συγχωρείτε!
Η ελευθερία της πατρίδας ήθελα να πω.

S. O. S.

Φυσάει, φυσάει απόψε φυσάει.
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι, φυσάει
κάτω από τις γέφυρες φυσάει
μες τις κιθάρες φυσάει...

S.O.S.

Δως μου το χέρι σου φυσάει.
Δως μου το χέρι σου.

American Beauty, Plastic Bag Theme