Τρίτη, Δεκεμβρίου 16, 2008

«Ο λόφος με τις παπαρούνες», του Στρατή Μυριβήλη


[απόσπασμα απ' το βιβλίο "Η Ζωή Εν Τάφω"]

Είναι και μια μέρα χαρούμενη μέσα στις άσκημες μέρες της πορείας. Μια μέρα
γαλάζια και κόκκινη, με ανοιξιάτικο ουρανό, γεμάτη μαβιά μάτια, κόκκινα
αγριολούλουδα και αργά μελαγχολικά τραγούδια.
Ήταν ένας λόφος άλικος από τις παπαρούνες. Ξεκουραζόταν ένα ρούσικο
σύνταγμα, που τραβούσε κι αυτό για το μέτωπο. Εκεί μας σταματήσανε κι εμάς. Είχε
νερό μπόλικο και πρασινάδα εκεί δίπλα. Στήσαμε πυραμίδες τα όπλα και φάγαμε
κοντά τους. Μας σίμωσαν κάτι μεγαλόσωμα παλικάρια με τριανταφυλλιά μάγουλα, με
χοντρές μπότες και μπλούζες παιδιάτικες δίχως κουμπιά. Τα πηλίκιά τους είχαν
κεραμίδι στενούτσικο.
- Γκίρτς;
- Γκίρτς.
- Κριστιάν;
- Κριστιάν.
- Ορτοντόξ;
- Ορτοντόξ.
Μας δεχτήκανε με χαρές σχεδόν παιδιάτικες. Γελούσανε, και μεις γελούσαμε, μας
χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Με τα μεγάλα τους χέρια μας χτυπούνε στην πλάτη.
Τραβούσανε και μας δείχναν από την τραχηλιά τους χρυσά, σεντεφένια
σταυρουδάκια και φυλαχτάρια κρεμασμένα με αλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε με τον
ορθόδοξο τρόπο.
- Κριστιάν! Κριστιάν!
Φάγαμε μαζί, κουβεντιάσαμε ώρες δίχως να καταλαβαίνει γρι ο ένας απ’ τη
γλώσσα τ’ αλλουνού. Όμως συνεννοηθήκαμε περίφημα. Η αγάπη κι η όχτρα έχουνε
διεθνή γλώσσα.
Βρήκα κι ένα νεότατον αξιωματικό, λεπτοκαμωμένο σαν κορίτσι, με μεγάλα
γυαλιά και γελαζούμενα χείλη, που θυμόταν απ’ το σκολειό του μερικά αρχαία, τσάτρα-
πάτρα. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά σαν του καλαμποκιού, είχε κι ένα χρυσό μουστακάκι.
- Ημείς ρούσιαν λίαν Έλληνες αγαπώμεθαν! Οδησσόν λίαν Έλληνες! Λίαν!
Πήρε ύφος και μου απάγγειλε κάτι αλαμπουρνέζικα, που, όπως με βεβαίωσε ήταν
Όμηρος από το πρωτότυπο. Κατόπι κάμανε μια μεγάλη χορωδία και μας τραγούδησαν
λαϊκά τραγούδια. Καμπόσοι τα κομπανιάριζαν με κάτι μακριές μπαλαλάικες που τις
σήκωναν στη ράχη σταυρωτά με το ντουφέκι τους. Δεν κατάλαβα τα λόγια των
τραγουδιών, μα σίγουρα θα μιλούσαν για ένα δάσος χιονισμένο, για ένα χωριό
χιονισμένο, που οι μπουχαρίδες των καλυβιών του θυμιάζουνε γαλάζιον καπνό μέσα
στον παγωμένον αγέρα. Ξανθιές γυναίκες με χοντρές πλεξούδες κάθουνται πίσω απ’ τα
κλειστά τους τζάμια, με το λευκό κούτελο ακουμπισμένο στο γυαλί. Σκουπίζουν αργά
με το δάχτυλό τ’ αχνισμένο τζάμι και βλέπουνε στα χαμένα, μακριά, μακριά, το ρούσικο
κάμπο που δεν τελειώνει παρά στα ουρανοθέμελα, Μέσα στην απέραντη πλατωσιά, ένα
μονοπάτι χαραγμένο στο χιόνι από τα έλκηθρα. Ένα μονοπάτι που πήρε τα παλικάρια
του χωριού και τα πήγε μακριά, μακριά, πέρα από τα σταχτιά ουρανοθέμελα. Ίσως και
πέρα απ’ τη ζωή.
Οι μορφές των τραγουδιστάδων ήταν σοβαρές, τα παιδιάτικά τους τα σλάβικα
μάτια βούρκωναν. Σαν τέλειωσαν το τραγούδι μείναμε πολλήν ώρα ακίνητοι μαζί τους,
ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της μουσικής, που ενώνει τις καρδιές, γιατ’ είν’ η
γλώσσα τους η πανανθρώπινη.
Σαν κάμαμε τις τετράδες για να φύγουμε, οι ρούσοι βάλανε παπαρούνες μέσα
στις μπούκες των τουφεκιών μας. Ήτανε σαν μια παράξενη λιτανεία με ατσαλένιες
λαμπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούμενη φλόγα.
- Αντίο! Αντίο!
Ο πολύ νέος αξιωματικός πετά το καπέλο του, λυγερός, σχεδόν διάφανος μέσα
στο φως.
- Χαίρε, λίαν, Έλληνες! Χαίρε!
Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσμο! Άφθονη σαν ποτάμι που χύνεται μέσα σ’ έναν
κάμπο. Ανθισμένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουνε να
τις κόψεις. Δεν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις.



3 σχόλια:

Unknown είπε...

πωω, πρεπει να ναι κορυφαίο βιβλιο, θυμαμαι που διαβάζαμε αποσπασματα στα Κειμενα στο Λυκειο...


Karaμazoβ

Appelsinpigen είπε...

κι εγώ από τότε το θυμάμαι...
υπεροχο αποσπασμα....

Jageder είπε...

τελικά τι έγινε στις 2 παρα τέταρτο κανείς δεν έμαθε...ταυτίζω πάντως πολλές φορές τον λοχία Κωστούλα με τον εαυτό μου