"and she's buying a stairway to heaven . . ." λάδι σε μουσαμά
There's a feeling I get When I look to the west And my spirit is crying For leaving
Dear lady, can you hear the wind blow? And did you know Your stairway lies on the whispering wind?
And as we wind on down the road Our shadows taller than our soul There walks a lady we all know Who shines white light and wants to show How everything still turns to gold And if you listen very hard The truth will come to you at last When all are one and one is all To be a rock and not to roll
Τ' απογεύματα της γλυκιάς μοναξιάς ,αν δεν αλήτευα πουθενά, άραζα στην ταράτσα... Βολευόμουν με την πλάτη στον τοίχο, άπλωνα το ένα πόδι -για να είμαι άνετα-* και άφηνα τη δύση να με ταξιδεύει... Καμία φορά -στα μεγάλα κέφια- κουβαλούσα την καρέκλα του σκηνοθέτη και το έπαιζα David Lynch στη δική μου ταινία... Σ' αυτό βέβαια, βοηθούσε το μαγικό κόκκινο φίλτρο και ο έμφυτος παραλογισμός μου όταν τα πράγματα δυσκόλευαν...
29/06/2008
* Η αρχική φράση, είναι -με μικρές αλλαγές- δανεισμένη-εμπνευσμένη απ' το παρακάτω απόσπασμα απ' το βιβλίο της Νικόλ Ρούσσου, "Πες στη Μορφίνη, ακόμη την ψάχνω", Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
"Τ' απογεύματα, άμα δεν αλήτευα πουθενά, την άραζα στο πεζούλι της ταράτσας, βολευόμουνα με την πλάτη στον τοίχο απ' το δωματιάκι, άπλωνα το 'να πόδι να είμαι άνετα, και μαστούρωνα με τη δύση... Μόλις έσκαγε το βραδάκι, ανάβανε τα φορτηγά τα φώτα τους και για να με ξεκουνήσεις από 'κει έπρεπε να ήσουν πολύ μάγκας..."
...και αν ο Charles Bukowski ήταν τραγουδιστής θα τραγουδούσε σαν τον Tom Waits και γαμώ τα ζευγάρια
ήμασταν μονίμως άφραγκοι, μαζεύοντας τις εφημερίδες της Κυριακής από τους σκουπιδοτενεκέδες της Δευτέρας (και μαζί τα επιστρεφόμενα μπουκάλια από τ' αναψυκτικά). μονίμως μάς έκαναν έξωση απ' το παλιό μας σπίτι μα σε κάθε νέο διαμέρισμα θα ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή, μονίμως τραγικά καθυστερημένοι στο νοίκι, το ραδιόφωνο να παίζει θαρραλέα στο σπαραγμένο ηλιοβασίλεμα, ζούσαμε σαν εκατομμυριούχοι, σαν να 'τανε ευλογημένες οι ζωές μας, και αγαπούσα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της και τα σέξι φορέματά της, κι ακόμη τον τρόπο της να γελάει μαζί μου έτσι που καθόμουνα με τη σχισμένη μου φανέλα στολισμένη με τρύπες απ' τα τσιγάρα: ήμασταν φοβερό ζευγάρι, η Τζέην κι εγώ, αστράφταμε μες στην τραγωδία της φτώχιας μας σαν να ήταν αστείο, σαν να μη μας ένοιαζε και δεν μας ένοιαζε μας έπνιγε μες στον λαιμό κι εμείς πεθαίναμε στα γέλια.
λέγανε αργότερα πως ποτέ δεν είχαν ακούσει να τραγουδάνε τόσο άγρια, να τραγουδάνε τόσο χαρούμενα τα παλιά τραγούδια και ποτέ να ουρλιάζουνε τόσο και να βλαστημάνε να σπάνε τα γυαλικά τρέλα οχυρωμένοι για τη σπιτονοικοκυρά και την αστυνομία (ήμασταν εξάλλου έμπειροι επαγγελματίες) να ξυπνάμε το πρωί με τον καναπέ, τις καρέκλες και την τουαλέτα σπρωγμένα μπροστά στην πόρτα.
μόλις ξυπνάγαμε έλεγα πάντοτε: προηγούνται οι κυρίες
κι η Τζέην θα έτρεχε στο μπάνιο για λίγα λεπτά κι ύστερα θα ήταν η σειρά μου και
ύστερα, πίσω στο κρεβάτι, ν' αναπνέουμε κι οι δύο ήρεμα, ν' αναρωτιόμαστε ποια καταστροφή θα μας φέρει η νέα μέρα, να αισθανόμαστε παγιδευμένοι, πεθαμένοι, ηλίθιοι, απελπισμένοι, να αισθανόμαστε ότι έχουμε ξοδέψει και την έσχατη τύχη μας, βέβαιοι ότι τελικά δεν έχουμε ούτε την ελάχιστη τύχη με το μέρος μας.
μπορεί να πιάσει βαθιές ρίζες η μελαγχολία όταν κάθε πρωί βρίσκεσαι αμέσως με την πλάτη στον τοίχο μα πάντα καταφέρναμε να βρούμε τρόπο και να τα βγάλουμε πέρα με όλα αυτά.
συνήθως μετά από 10 ή 15 λεπτά η Τζέην θα έλεγε σκατά! κι εγώ θα έλεγα ναι! κι ύστερα, άφραγκοι και χωρίς καμία ελπίδα θα βρίσκαμε έναν τρόπο για να συνεχίσουμε, κι ύστερα με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρναμε.
η αγάπη έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της.
barfly
η Τζέην, που είναι πεθαμένη εδώ και 31 χρόνια, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα έγραφα ένα σενάριο για τις μέρες που πίναμε μαζί και ότι θα γινότανε ταινία και ότι μια όμορφη ηθοποιός θα έπαιζε τον δικό της ρόλο.
μπορώ ν΄ ακούσω την Τζέην τώρα: ?Μια όμορφη ηθοποιός; μα, για όνομα του Θεού!?
Τζέην, έτσι είναι οι σώου μπίζνες, γι' αυτό πήγαινε, αγαπημένη μου, πάλι να κοιμηθείς, γιατί όσο σκληρά κι αν προσπαθήσουνε δεν θα μπορέσουνε να βρουν καμία ακριβώς σαν εσένα
κι ούτε κι εγώ θα μπορέσω.
And so a secret kiss Brings madness with the bliss And I will think of this When I'm dead in my grave Set me adrift and I'm lost over there And I must be insane To go skating on your name And by tracing it twice I fell through the ice Of Alice There's only Alice
Σε ψάχνω στα φώτα της πόλης. Πάνε χρόνια. Μάταια. Σπασμένα ρολόγια, τιμητές των στιγμών, πέφτουν απ' τις τσέπες μου. Ουρανοί που ντύνονται κόκκινοι απ' τις ανακλάσεις μιας πόλης μετά τη βροχή. Κινούμενοι προβολείς αυτοκινήτων. Ασυνεχής φωτισμός. Λεπτά...
Ώρες μετά, μας βρίσκει η νύχτα της πόλης. Με το "μας" εννοώ το σκύλο μου, τον Αλήτη, κι εμένα. Στρωμένοι στο παγκάκι της στάσης του λεωφορείου. Δεν το περιμένουμε. Ποτέ. Είναι το οικογενειακό μας αστείο. Κόβουμε κίνηση. Χαζεύουμε τα αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονται. Ο Αλήτης -αν δε βαριέται- γαυγίζει κάποιο από αυτά. Μυστήριο σκυλί, γαυγίζει τα κόκκινα αυτοκίνητα μοναχά. Με κάνει να σκέφτομαι αν ένας σκύλος μπορεί να έχει ΠΑΟΚική συνείδηση. Μετά με πιάνουν τα γέλια, ο κόσμος κοιτά περίεργα. "Οι σκύλοι δε βλέπουν τα χρώματα, διάολε!" μου έρχεται να τους πω, μα πόσο γρήγορα σε χρίζουν τρελό αυτοί στην πόλη των Τρελών. . .
Μου κρατά καλή παρέα ο Αλήτης. Αν και φορές χάνεται. Δεν τρέχω πίσω του. Μπορεί να ψάχνει τη Λαίδη του, ή έστω τη λαίδη της βραδιάς.
Πόσο αδιάκριτα τα φώτα των αυτοκινήτων. Τέτοιες στιγμές δε θέλω να φωτίζομαι. Η ταχύτητα των αυτοκινήτων παρασέρνει τα σκουπίδια του δρόμου. Μια σακούλα. Τι σου είναι αυτοί οι σκηνοθέτες. Έρχεται στο μυαλό μου η σκηνή απ το American Beauty. Μονο που εδώ δε βλέπω καμιά ομορφιά. Κι εκεί που νόμιζα οτι οι πόλεις είναι γκρίζες, ένα αυτοκόλλητο του ΠΑΟΚ μιλάει για μια ασπρόμαυρη πόλη. Το ασπρόμαυρο είναι κινηματογραφικό. Η πόλη δεν είναι. Κάποιος μας δουλεύει. Έτσι νομίζω.
Τα λεπτά κυλάνε. Κι εμείς? Ακόμη εδώ. Αόρατοι για τους άλλους. Τόσο ορατοί για μας τους ίδιους. Μαζί με τον Αλήτη χαζεύουμε τα παπούτσια μου. Με κοιταει με βλέμμα που μιλάει, δε μπορεί, κάτι θα ψάχνει απόψε.
Μας σκοτώνει αυτή η ρουτίνα, το μεταίχμιο,μετέωρο όπως καθιερώνεται. Παρασυρόμαστε σαν τη σακούλα της ταινίας. [άνω τελεία] είναι ο αέρας της αλλαγής. Γελάω με τις σκέψεις μου. Τα λόγια των πολιτικάντηδων έχουν εμποτιστεί μέσα μου, λοιπόν?
Σε ψάχνω στα φώτα της πόλης. Ματαίως απ' ότι φαίνεται. Τώρα οργανώνουμε το χρόνο μας σε ατζέντες. Δεν υπάρχει πια καιρός για εκπλήξεις, βόλτες στη βροχή και τα συναφή. μεγαλώνουμε. κι ας το γράφω με μικρά γράμματα. Σε ψάχνω στα φώτα της πόλης. Αντί για σένα βρίσκω τη λέξη ρουτίνα, τη λέξη λούκι. Σε ψάχνω στα φώτα της πόλης μα ξημερώνει και σβήνουν σιγα σιγα και τις μέρες κρύβεσαι δεν κυκλοφορείς με το φως πια, Παιδί της νύχτας. Εμπεδωμένη η απουσία σου, σα ζευγάρι μάτια που συνηθίζει στο σκοτάδι. Σας ψάχνω όλους στα φώτα της πόλης μα κανείς δεν είναι εκεί. πια.
Ρολόγια κατρακυλαν απ' τις τσέπες μου. Σπάνε πιο αποτελεσματικά στο οδόστρωμα. Δεν υπάρχει καλή στιγμή να της θυσιάσω ένα ρολόι. Όλα τα λεπτα υιοθετούν τη μελαγχολία του Σεπτέμβρη. "Τέλος εποχής, αγόρι μου" Ο Αλήτης ξεκινά πρώτος και χαρούμενος. Εντόπισε φαγητό, δεν εξηγειται αλλιως.
Βάζω την ουρά στα σκέλια και δρόμο. ήτανε μακριά η νύχτα.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι της Μαρίας Χούκλη. Το άκουσα σα μονόλογο της Τάνιας Τσανακλίδου. Η εικόνα είναι στιγμιότυπο απ' τη βουλγάρικη ταινία Klopka (2007) τουSrdan Golubovic ("Παγίδα") που είδα πρόπερσυ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Βράδυ Σαββάτου. Τους συναντάς στο φανάρι όσο να ανάψει το κόκκινο. Είναι η εικόνα της σιωπής με όλα της τα λούσα, τη βροντώδη παρουσία της, το σκληρό περίγραμμά της. Αυτό το πυκνό κενό που αστράφτει ανάμεσα σε δυο ανθρώπους.
Ας μιλήσουμε για τα λυπημένα ζευγάρια που δεν λένε τίποτα πια μεταξύ τους. Σαν να τα έχουν πει όλα. Που περιβάλλονται από μια τάφρο σιωπής. Τα τείχη που τους προστάτευαν κατέρρευσαν χωρίς να το πάρουν είδηση. Ποιοι ήταν άραγε οι βάρβαροι που τα κονιορτοποίησαν? Και τώρα κοιτούν με μισόκλειστα μάτια τους άλλους, ήσυχα, ξέπνοα, απόντες από το παρόν τους για λίγο, όσο να ανάψει το φανάρι.
Δεν μπορεί, θα έχετε συναντήσει τέτοια ζευγάρια. Εκείνος στο τιμόνι, τραβηγμένος στην άκρη, κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Όχι το δρόμο αλλά τη ζωή του. Κι Εκείνη σφιγμένη στην άλλη άκρη γράφει και σβήνει τη δική της ζωή στο τζάμι, που αντανακλά τη φρόνιμη φιγούρα της. Χαζεύουν τους περαστικούς αλλά δεν τους βλέπουν. Κοιτάζουν ώρα τώρα - ή μήπως από χρόνια? - μέσα τους. Ούτε ένα βλέμμα δεν χαρίζουν ο ένας στον άλλον, σαν να μην τους περισσεύει, σαν να τα ξόδεψαν όλα. Κοιτάγματα, λόγια, αγγίγματα. Σαν να βολεύονται με τη σιωπή. Μέσα, υπάρχει το όχι. Έξω, κοχλάζει το ναι. Μονομάχοι της συμβίωσης.
Τα όπλα τους τα έχουν διαλέξει από καιρό και τα ακονίζουν ο καθένας μόνος του. Βουβά παράπονα, ακυρωμένα θέλω, ξεθυμασμένες επιθυμίες, κάτι ρετάλια όνειρα, ανώδυνα μυστικά, μικρές προδοσίες, αναιμικές υποσχέσεις πως όλα αύριο θα είναι αλλιώς. Δείχνουν τόσο λυπημένοι και θυμωμένοι αλλά…δεν ξέρω γιατί. Άλλαξε η μεταξύ τους γεωγραφία. Μεγάλωσαν οι αποστάσεις και η σχέση τους μοιάζει με ήπειρο που κουράστηκαν ή βαριούνται πια να εξερευνήσουν. Δεν μπορεί, θα έχετε συναντήσει τέτοια ζευγάρια. Το ραδιόφωνο όσο να ανάψει το φανάρι παίζει τα δικά του αλλά εκείνοι ακούνε το κονσέρτο για έναν άνθρωπο, μια λύπη, ένα παράπονο. Σιγοψιθυρίζουν την ωδή που έχει γραφτεί για την πλήξη και την μοναξιά. Τόσο λυπημένα δείχνουν τα ζευγάρια έτσι όπως περιμένουν να ανάψει το φεγγάρι και να ξαναμπεί σε κίνηση η ζωή τους. Περιμένουν πώς και πώς να δραπετεύσουν από τη μέσα τους ξενιτιά. Τους βλέπω να ξεκινούν. Αλλά είναι ακόμα λυπημένα τα ζευγάρια.