Πέμπτη, Φεβρουαρίου 12, 2009

A dream within a dream...

Tom Waits - Watch her disappear


Με ανατριχιάζει τόσο πολύ η φωνή του Tom Waits...
Αυτή η απαγγελία μου έκανε τεράστια εντύπωση απ'την πρώτη στιγμή που την άκουσα... Η υπέροχη και διακριτική μουσική που τη συνοδεύει κάνει το τραγούδι ακόμη πιο ξεχωριστό...

Διάβασα κάπου πως καθιερώθηκε ως ο αντίστοιχος του Μπουκόφσκι στη μουσική. Μου έκανε εντύπωση γιατί κάπως έτσι τον είχα συνδέσει αυτόματα στο μυαλό μου. Μάλιστα είχα φτάσει σε σημείο να ταυτίσω ακόμη και την εξωτερική τους εμφάνιση.

Παρόλο που η φωνή του είναι τόσο ιδιαίτερη και περίεργη, «σα να έχει μαριναριστεί σε ένα βαρέλι μπέρμπον και μετά να έχει καπνιστεί για μερικούς μήνες», όπως έλεγαν ανέκαθεν οι κριτικοί, οι jazz μελωδίες του μου φαίνονταν ανέκαθεν τόσο ξεχωριστές, με κάτι σκοτεινό κι όλα αυτά δοσμένα με φόντο τις blues επιρροές...

Οι στίχοι είναι σκέτη ποίηση...

Last night I dreamed that I was dreaming of you
And from a window across the lawn I watched you undress
Wearing your sunset of purple tightly woven around your hair
That rose in strangled ebony curls
Moving in a yellow bedroom light
The air is wet with sound
The faraway yelping of a wounded dog
And the ground is drinking a slow faucet leak
Your house is so soft and fading as it soaks the black summer heat
A light goes on and the door opens
And a yellow cat runs out on the stream of hall light and into the yard

A wooden cherry scent is faintly breathing the air
I hear your champagne laugh
You wear two lavender orchids
One in your hair and one on your hip
A string of yellow carnival lights comes on with the dusk
Circling the lake with a slowly dipping halo
And I hear a banjo tango

And you dance into the shadow of a black poplar tree
And I watched you as you disappeared
I watched you as you disappeared
I watched you as you disappeared
I watched you as you disappeared


Συνειρμικά, μου έρχεται στο μυαλό ένα άλλο όνειρο, εξίσου -αν όχι περισσότερο- σκοτεινό

Dream within a dream - Edgar Allan Poe

Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow-
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone?
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.

I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand-
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep- while I weep!
O God! can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?




Τρίτη, Φεβρουαρίου 10, 2009

Κοπέλα στη θάλασσα

Με αφορμή το blog της Μαρίας Γαλάνη Τσιασιώτη, θέλησα να στείλω κι εγώ κάτι που έχω ζωγραφίσει παλιότερα, μιας και η πρώτη μου επαφή με λάδι και καμβά βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη...

Το ζωγράφισα μεταξύ των διαλειμμάτων απ' το διάβασμα όταν ήμουν 16 χρονών...
Μια καλή ευκαιρία για ξεκούραση, με τη μαμά μου να γκρινιάζει ότι παραμελώ τα μαθήματα μου...

Είναι μελάνι σε χαρτί, σβησμένο ελαφρώς με βρεγμένο βαμβάκι.




Σάββατο, Φεβρουαρίου 07, 2009

Σελίδα τετραδίου - Jaques Prevert

θυμαμαι αυτο το ποίημα σε μιά σελίδα του βιβλίου έκθεσης της 3ης λυκείου...

Jaques Prevert - Σελίδα τετραδίου

Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ δεκάξι…
Επανέλαβε! Λέει ο κύριος
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ δεκάξι.
Μα να ένα πουλί σαν λύρα
που περνά στον ουρανό
το παιδί το βλέπει
το παιδί τ` ακούει
το παιδί του φωνάζει:
Σώσε με
πουλί
παίξε μαζί μου!
Το πουλί λοιπόν κατεβαίνει
και παίζει με το παιδί.
Δύο και δύο τέσσερα…
Επανέλαβε! Λέει ο κύριος
και το παιδί παίζει
το πουλί παίζει μαζί του…
Τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ δεκάξι
και δεκάξι και δεκάξι τι κάνουν;
Δεν κάνουν τίποτα δεκάξι και δεκάξι
και προπαντός όχι τριανταδύο
όπως και να ναι
και χάνονται από δω.
Και το παιδί έκρυψε το πουλί
κάτω από το θρανίο
κι όλα τα παιδιά
ακούνε το τραγούδι του
κι όλα τα παιδιά
ακούν τη μουσική
κι οχτώ κι οχτώ με τη σειρά τους φεύγουν
και τέσσερα και τέσσερα και δυο και δυο με τη σειρά τους παίρνουν πόδι
κι ένα κι ένα μια και δυο
φεύγουν το ίδιο ένα ένα.
Και το πουλί λύρα παίζει
και το παιδί τραγουδά
κι ο δάσκαλος φωνάζει:
"Πότε θα πάψετε να κάνετε τον καραγκιόζη!"

κι οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα
και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιάλι
το φτερό ξαναγίνεται πουλί.


Το θυμάμαι με έντονη συγκίνηση όταν σκέφτομαι πράγματα που έχω συγκρατήσει απ' το σχολείο.

Σε μια προσπάθεια χαλάρωσης, μια και διανύουμε για ακόμη μια φορά εξεταστική περίοδο, μαζί με την αδερφή μου έτυχε χτες να χαζέψουμε μια ελληνική σειρά του 1993, με πρωταγωνιστές 18άρηδες. Το επεισόδιο που είδαμε, παρουσίαζε σε μία σκηνή τα παιδιά την τελευταία μέρα των πανελληνίων εξετάσεων, γύρω από μία φωτιά. Στο κέντρο τα βιβλία. Καιόμενα.

Πριν μερικά χρόνια θα μου φαινόταν ακόμη και μενα φυσιολογικό, γιατί κρίνω την πράξη ως πράξη που κρύβει πίσω της συναισθήματα μίσους. Μίσους προς ένα σύστημα που καλλιεργεί τη στείρα γνώση. Κι όμως, είναι ωραίο θέαμα τα βιβλία να καίγονται? Θυμάμαι για ακόμη μια φορά το εξής κλισέ - του κυρίου Φρόυντ αν δεν απατώμαι- : "Εκεί όπου σήμερα καίνε βιβλία, αύριο θα καταλήξουν να καίνε και ανθρώπους..."

Καθώς έβλεπα τους ήρωες της σειράς να αποστηθίζουν όχι μόνο χρονολογίες αλλά και ημερομηνίες, ουσιαστικές ή μη, σκεφτόμουν πόσα έχουμε μάθει, πόσα θα θέλαμε να έχουμε μάθει και πόσα μας έμειναν τελικά. Στη δευτέρα και στην τρίτη λυκείου, στην Ιστορία συγκεκριμένα, αρίστευσα. Σήμερα, αν με ρωτήσει κανείς τι μου έμεινε από ολη εκείνη τη συσσώρευση γνώσης, θα σκεφτώ πρώτα τις τέχνες απ' τη βυζαντινή περίοδο μέχρι και τη σύγχρονη, την αρχιτεκτονική απ' την αρχαία περίοδο μέχρι και σήμερα, καθώς και κάποια βασικά γεγονότα απ' τη βυζαντινή και έπειτα περίοδο.

Κι όμως νιώθω ότι τα περισσότερα έχουν φύγει...

Δε μπορώ, όμως, να μη χαμογελάσω αν σκεφτώ ότι το πρώτο ποίημα του Jaques Prevert, το πρώτο σκίτσο του Escher και πολλές άλλες πρωτιές του είδους, σε μια εποχή που το διαδίκτυο δεν είχε μπει ακόμη στα σπίτια μας, τα ανακάλυψα σε σελίδες μη διδαχθείσες, κάποια πρωινά που δεν πρόσεχα στο μάθημα ως συνήθως, κάποιες φορές που...
...οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα
και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιάλι
το φτερό ξαναγίνεται πουλί...





Κυριακή, Φεβρουαρίου 01, 2009

Ημερολόγιο

σε στίχους του Χρήστου Θηβαίου...




Τόσα χρόνια μες τους χάρτες μου σε ψάχνω,
κι ας μην έσκυψες ποτέ στο μέτωπο μου
με τα δυό σου χείλια να αφήσεις
μια ανάσα στη ζωή μου.

Κι αν η προσευχή μου οινόπνευμα μυρίζει,
καπνό και πυρετό,
στο γυάλινο το κύμα τ' όνομά σου
φωνάζω να καθρεφτιστεί η φωνή μου.

Και στην όχθη που χτενίζεσαι ακουστεί
σαν αλμυρό τραγούδι που σου φέρνει
ερωτευμένο το νερό.

Και στο διάβολο πουλάω τη ψυχή μου εγώ,
για να βρεθώ απόψε τυλιγμένος
στου κορμιού σου το βυθό.

Κάπου η νύχτα μεσοπέλαγα κρεμιέται
στην αγχόνη τ' ουρανού
κι ο δαίμονας καβάλα στο σκοτάδι
αρπάζει τη μετέωρη ευχή μου.

Και σαν άστρο καυτερό προς το νησί σου
τα λόγια μου πετάει
πληγώνοντας τα βράχια και την άμμο,
στη χτένα σου καρφώνει την ψυχή μου.

Και σταγόνα τη σταγόνα κυλάω εγώ
σαν αλμυρό νερό στους ώμους
και στον ακριβό σου το λαιμό.

Κι ας το ξέρω πως του λόγου του
στην ανεμόσκαλα εκεί, με περιμένει
για να μου λιμάρει το σκοινί.

Πάνε χρόνια που αντίκρυ αναβοσβήνουν
τα φώτα κάποιας γης,
τα φώτα κάποιας ξεχασμένης νήσου,
που λένε είν' οι κορφές του παραδείσου.

Μα το ξέρω είναι της θάλασσας τα μάγια,
δεν υπάρχει αυτή η στεριά,
μιας και κανείς ποτέ του εκεί δεν πήγε,
γι αυτό σφιχτά κρατιέμαι στο κορμί σου.

Και μπροστά απ' τους κολασμένους
περνάω εγώ σαν μια σκιά
που σεργιανάει στον Άδη
τη δικιά σου μυρωδιά.

Κι είναι λέω ο παράδεισος για μας, αγάπη μου μικρή,
να μοιραζόμαστε τούτη τη κόλαση μαζί.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 30, 2009

Ζαλισμένες σκέψεις απέναντι σε καθρέφτη


Δωσ' μου φτερά-σκάλες ν' ανεβώ ψηλά.

Δεν κάνω πια τα όνειρα αερόστατα,
μόνο πιάνομαι από ουτοπίες φειδωλές που ξεδιψάν τη θλίψη μου.
Τις μέρες που δε στρέφεις τα μάτια σου στον ουρανό,
τρέφομαι ως αιθεροβάμων, δίνοντας παράσταση στο τεντωμένο σου πανί, αυτό που ποτέ δεν κοιτάς, που παραμόνο το χαϊδεύεις με ιδέες, στερώντας του τα χρώματα.
Πετάω τώρα μακριά, σε πορσελάνινους παραδείσους που στερούνται της παρουσίας σου, στερούνται νοήματος...
Όταν μου πετάς τις φροντισμένες κορνίζες σου στον αέρα, δεν ξέρω σε τι να δώσω όνομα πια. Όλα είναι τόσο αόριστα θολά, δεν οριοθετούνται πια. Μένω μ' ένα δάχτυλο τεντωμένο, να χαράζω τίτλους και σχήματα στην άμμο. Μετά φυσάει. Κι όλα τα παίρνει ο άνεμος.
Berlin, 29/01/2009