Ήρθε αναπάντεχα.Όπως όλα τα ωραία.
Είχα χαθεί μεταξύ campus και σκέψεων λίγο μετά το σούρουπο.Ψυχή τριγύρω.Μόνο οι δυο μας.Το κίτρινο φτερωτό μου ποδήλατο -χωρίς φρένα-κι εγώ.
Κράτησε μερικές στιγμές. Κι όμως ήταν αρκετό. Το συναίσθημα μας δε χωρούσε σε σελίδες, σε πεντάγραμμα, σε μπλοκ σχεδίου. Το διέξοδο μιας ευτυχίας διοχετευμένης. Στο τιμόνι. Με το τραγούδι να δίνει ρυθμό. Μαζί με τη βροχή που χορεύει το γρασίδι. Εναλλάξ με το ελαφρύ αεράκι.
Παράγω σοφίες αυτές τις ώρες. Τις μοιράζομαι μαζί σου. Θα πρέπει να σου βρω και κάποιο όνομα νομίζω. Εφαρμοσμένη σοφία. "Τι να την κάνεις την ομπρέλα αν μπορείς να πετάς από μόνος σου?", σου λέω και συνεχίζουμε. Δε μας νοιάζει που βρέχει. Αφού πετάμε. Παρέα.
Χωρίς τα γυαλιά τα φώτα του δρόμου μοιάζουν τεράστια. Ήλιοι, να φωτίζουν το δικό τους αστρικό σύμπαν.
Απόψε, στο λέω, κανείς δε θα γυρίσει σπίτι! Θα δούμε τον ήλιο να ξεμυτίζει πίσω απ' τα βουνά. Θα 'ναι ωραία... Θα συνεννοηθούμε με την καινούρια μέρα σε πολλές γλώσσες. Κι όταν τελειώσουν τα λόγια θα κοιταζόμαστε καλά καλά χωρίς ν' ανοιγοκλείνουμε τα βλέφαρα, είναι -βλέπεις- δείγμα έλλειψης εμπιστοσύνης.
Μετά θ' αράξουμε παρέα στο παγκάκι μας,εκείνο που βλέπει την πιο όμορφη πλευρά του ποταμού Ιζέρ και θα κοιμηθούμε ήσυχα παρέα.Δε θα μας νοιάζει που δεν έχεις φρένα, ούτε που φορές δεν εχω όνειρο να πιαστώ.
Έτσι θα μας βρει η επόμενη νύχτα. Θα φέρουμε βόλτα όλη την πόλη άλλη μια φορά. Χωρίς φώτα, γιατί δε μας νοιάζει που δε λειτουργούν πια. Γιατί όταν έχω όνειρα φωτίζουν καλά και για τους δυο μας. Φωτίζουν για να μας βλέπει όλη η πόλη. Φωτίζουν...
Το κουδουνάκι σου δεν ειναι ποτέ βραχνό. Το κουδούνισμα μπλέκεται με ήχους της νύχτας: το ποτάμι που σιγοψιθυρίζει, ένα πουλί που ξεχάστηκε σαν κι εμάς και σφυρίζει στο δρόμο του γυρισμού, κάποιο μακρυνό γέλιο...
Όλα μπλέκονται, τα δένει σφιχτά ο αέρας που με χτυπά στο πρόσωπο και συνθέτουν τη μουσική που μας βοηθά να τσουλίσουμε αργά σπίτι...Μπορεί να μη σε ανεβάζω στη σοφίτα, μπορεί να σε αφήνω στο υπόγειο, αλλά είτε στο υπόγειό μου, είτε στη σοφίτα σου,είμαστε πάλι μαζί.
Είχα χαθεί μεταξύ campus και σκέψεων λίγο μετά το σούρουπο.Ψυχή τριγύρω.Μόνο οι δυο μας.Το κίτρινο φτερωτό μου ποδήλατο -χωρίς φρένα-κι εγώ.
Κράτησε μερικές στιγμές. Κι όμως ήταν αρκετό. Το συναίσθημα μας δε χωρούσε σε σελίδες, σε πεντάγραμμα, σε μπλοκ σχεδίου. Το διέξοδο μιας ευτυχίας διοχετευμένης. Στο τιμόνι. Με το τραγούδι να δίνει ρυθμό. Μαζί με τη βροχή που χορεύει το γρασίδι. Εναλλάξ με το ελαφρύ αεράκι.
Παράγω σοφίες αυτές τις ώρες. Τις μοιράζομαι μαζί σου. Θα πρέπει να σου βρω και κάποιο όνομα νομίζω. Εφαρμοσμένη σοφία. "Τι να την κάνεις την ομπρέλα αν μπορείς να πετάς από μόνος σου?", σου λέω και συνεχίζουμε. Δε μας νοιάζει που βρέχει. Αφού πετάμε. Παρέα.
Χωρίς τα γυαλιά τα φώτα του δρόμου μοιάζουν τεράστια. Ήλιοι, να φωτίζουν το δικό τους αστρικό σύμπαν.
Απόψε, στο λέω, κανείς δε θα γυρίσει σπίτι! Θα δούμε τον ήλιο να ξεμυτίζει πίσω απ' τα βουνά. Θα 'ναι ωραία... Θα συνεννοηθούμε με την καινούρια μέρα σε πολλές γλώσσες. Κι όταν τελειώσουν τα λόγια θα κοιταζόμαστε καλά καλά χωρίς ν' ανοιγοκλείνουμε τα βλέφαρα, είναι -βλέπεις- δείγμα έλλειψης εμπιστοσύνης.
Μετά θ' αράξουμε παρέα στο παγκάκι μας,εκείνο που βλέπει την πιο όμορφη πλευρά του ποταμού Ιζέρ και θα κοιμηθούμε ήσυχα παρέα.Δε θα μας νοιάζει που δεν έχεις φρένα, ούτε που φορές δεν εχω όνειρο να πιαστώ.
Έτσι θα μας βρει η επόμενη νύχτα. Θα φέρουμε βόλτα όλη την πόλη άλλη μια φορά. Χωρίς φώτα, γιατί δε μας νοιάζει που δε λειτουργούν πια. Γιατί όταν έχω όνειρα φωτίζουν καλά και για τους δυο μας. Φωτίζουν για να μας βλέπει όλη η πόλη. Φωτίζουν...
Το κουδουνάκι σου δεν ειναι ποτέ βραχνό. Το κουδούνισμα μπλέκεται με ήχους της νύχτας: το ποτάμι που σιγοψιθυρίζει, ένα πουλί που ξεχάστηκε σαν κι εμάς και σφυρίζει στο δρόμο του γυρισμού, κάποιο μακρυνό γέλιο...
Όλα μπλέκονται, τα δένει σφιχτά ο αέρας που με χτυπά στο πρόσωπο και συνθέτουν τη μουσική που μας βοηθά να τσουλίσουμε αργά σπίτι...Μπορεί να μη σε ανεβάζω στη σοφίτα, μπορεί να σε αφήνω στο υπόγειο, αλλά είτε στο υπόγειό μου, είτε στη σοφίτα σου,είμαστε πάλι μαζί.