Βυθισμένη στο Χάος των καιρών έχω αρχίσει να χάνω το νόημα.
Χάνω το χρώμα της ημέρας, αγνοώ τις μυρωδιές της νύχτας.
Δε μου φτιάχνουν πια τη διάθεση τα γέλια, τα αστεία των φίλων.
Κάθε μέρα είναι Δευτέρα.Όλες οι μέρες, γκρίζες.
Δεν εμπιστεύομαι πια τους ανθρώπους.
Δεν τους πιστεύω, ούτε πιστεύω σε αυτούς.
Δυσκολεύομαι να βρω νόημα σε οτιδήποτε.
Ζωγραφίζω πολύ για να νιώθω χρήσιμη, χωρίς να εκτιμώ κάτι από αυτά που φτιάχνω.
Όλες οι μουσικές μου ακούγονται ίδιες.
Δε με πληρώνουν στη δουλειά.
Κοιτάω φωτογραφίες από τις περσινές εξορμήσεις μου.
Εκτιμώ το παρελθόν.
Εκ των υστέρων.
Δεν υπάρχει τίποτε σταθερό στη ζωή μου.
Δεν έχω μόνιμο τόπο κατοικίας.
Δεν έχω άμεσο πλάνο για το μέλλον μου.
Δεν ξέρω πώς θα συνεχίσω τις σπουδές μου.
Ούτε καν τα κιλά μου δε μένουν σταθερά.
Και να 'μαι!
Υποκλίνομαι στο ανύπαρκτο κοινό έτσι ακριβώς όπως με σμίλεψε το σύστημα (το σχολείο?, το πανεπιστήμιο?, η κοινωνία?).
Απουσία προγράμματος και ρότας νιώθω κενή.
Εκτός από μερικές εκλάμψεις!
---
Τετάρτη απόγευμα. Στο σπίτι του βαφτισιμιού μου.
Του δίνω τα δώρα του. Χαίρεται, παίζει, γελάει. Σκέφτομαι πως το μεγαλύτερο δώρο είναι να είσαι παιδί, παιδί σαν και αυτόν και χαμογελάω. Δύσκολο να παραμένεις παιδί καθώς περνούν τα χρόνια. Μέχρι πρόσφατα το κατάφερνα με μεγάλη επιτυχία.Τελευταία δυσκολεύομαι, αλλά που θα μου πάει, ως άλλος Κοντορεβυθούλης θα βρω το δρόμο για το σπίτι.
Ο μικρός καταλαβαίνει ότι έχω τις μαύρες μου, παρατάει το παιχνίδι και την προσπάθεια να με κάνει να παίξω μαζί του. Έρχεται και κάθεται στο μπράτσο της πολυθρόνας, όπου κάθομαι -κατά το συνήθειό μου- οκλαδόν. Λες και είμαι εγώ πειρατής, η πολυθρόνα καράβι και αυτός ο πολύχρωμος παπαγάλος στον ώμο μου.
Δε με ρωτά τι μου συμβαίνει, αυτή είναι ιδιότητα των μεγάλων. Μιλά για το σχολείο, το ποδόσφαιρο, τις διακοπές του, την εκδρομή που θα πάει στα Γιάννενα... Τροφοδοτώ και εγώ τη συζήτησή μας. Μου αρέσει που τώρα πια είναι εννιά χρονών. Μιλάμε καλύτερα, καταλαβαινόμαστε καλύτερα. Έχει αρχίσει να ζυγίζει αυτά που λένε οι γύρω. Δε ρουφάει πληροφορία άκριτα. Κρίνει και απορροφά.
Τον ρωτώ τι σκοπεύει να κάνει στα Γιάννενα. Αν του αρέσει να κάνει βόλτες με τις ξαδέρφες του κοντά στη λίμνη, τι προτιμά να κάνει στις εκδρομές, με ποιο τρόπο περνά καλύτερα.Τότε ο μικρός γυριζει, με ζυγιάζει με το βλέμμα και λέει:
-Τι σημασία έχει? Αρκεί να είμαστε υγιείς και τίποτε άλλο δεν έχει σημασία.
Του απαντώ: "Αν ήξερες τι μεγάλη κουβέντα είπες μόλις..."
Ξέρω πως, το δίχως άλλο, από κάπου ξετρύπωσε τη φράση. Ίσως να ανήκε στις φράσεις που εμπέδωσε ασυνείδητα, γιατί είναι μικρός για να την εμπεδώσει συνειδητά. Ξέρω πως η φράση ήταν άστοχη στην κουβέντα μας, δεν κολλούσε. Με την άκαιρη στερεότυπη φράση του όμως, έδωσε μια απάντηση στο ερωτηματικό μου. Ίσως να ήταν και το μόνο που είχε σημασία...
---
Ώρες μετά θυμήθηκα την κηδεία του Νίκου.
Η καρδιά ράγισε εκείνο το απόγευμα, χωρίς το μπαγλαμαδάκι. Ο Νίκος την κοπάνησε σοφά, μέσω νεφών.
Έζησε, όμως, όπως εκείνος ήθελε.
---
3 σχόλια:
Σου εύχομαι να βρεις τον δρόμο σου, καλό μου ξωτικό. Διώξε τις μαύρες σκέψεις κι άσε την άνοιξη, με τα χρώματα και τα αρώματά της, με τη μουσική της, να σε πάρει από το χέρι. Μην ξεχνάς ότι η ζωή είναι για σένα. Κορίτσι, ξωτικό, άνοιξη, να γίνετε ένα.
Αρκεί να βοηθήσει ο καιρός, Ποιητή μου....
που ειναι -επιτέλους πια!- η άνοιξη?
είναι σα να πάει ο καιρός με τη διάθεση των ανθρώπων....
Super τραγούδι για το τέλος... και η απάντηση στο ερωτηματικό η υγεία... το ξέρουμε καλά πια...
:)
φιλάκια :-*
Δημοσίευση σχολίου