Ξέμεινα με μια φωτογραφία σου και ένα ξεχασμένο πακέτο τσιγάρα. Ήταν ό,τι είχα από σένα.
Κοιτούσα τη φωτογραφία και υποκρινόμουν πως ήσουν κοντά. "Το κουρδιστό αγόρι κοιμάται".
Κάπνιζα τα τσιγάρα σου περιμένοντας να φανείς, μέχρι που έμεινε το τελευταίο. Έτσι πέρασαν πολλές μέρες. Δεν ήρθες ποτέ. Εκείνος ο Χειμώνας κράτησε δύο χρόνια.
Κι όταν τα σκίτσα σου έγιναν κομματάκια χαρτί, η φωτογραφία σου μία ανάμεσα σε δεκάδες και τα κείμενα που γράφτηκαν για σένα τα πήρε ο άνεμος, το μόνο που απέμεινε ήταν εκείνο το τελευταίο τσιγάρο. Το βρήκα τυχαία, αρκετό καιρό μετά που έφυγε εκείνος ο επίμονος Χειμώνας. Σκέφτηκα "Γιατί όχι;" και έψαξα για φωτιά. Με την πρώτη ρουφηξιά ήταν προφανές. Το τσιγάρο ήταν μπαγιάτικο. Σαν την κάλπικη ιστορία μας.
Κοιτούσα τη φωτογραφία και υποκρινόμουν πως ήσουν κοντά. "Το κουρδιστό αγόρι κοιμάται".
Κάπνιζα τα τσιγάρα σου περιμένοντας να φανείς, μέχρι που έμεινε το τελευταίο. Έτσι πέρασαν πολλές μέρες. Δεν ήρθες ποτέ. Εκείνος ο Χειμώνας κράτησε δύο χρόνια.
Κι όταν τα σκίτσα σου έγιναν κομματάκια χαρτί, η φωτογραφία σου μία ανάμεσα σε δεκάδες και τα κείμενα που γράφτηκαν για σένα τα πήρε ο άνεμος, το μόνο που απέμεινε ήταν εκείνο το τελευταίο τσιγάρο. Το βρήκα τυχαία, αρκετό καιρό μετά που έφυγε εκείνος ο επίμονος Χειμώνας. Σκέφτηκα "Γιατί όχι;" και έψαξα για φωτιά. Με την πρώτη ρουφηξιά ήταν προφανές. Το τσιγάρο ήταν μπαγιάτικο. Σαν την κάλπικη ιστορία μας.